Μερικά χρησιμοποιούνταν πιθανώς όχι για τους σκοπούς που είχαν κατασκευαστεί. Η γερή, λευκή ράβδος που κρατούσε η Αποδεχθείσα όταν έδινε τους Τρεις Όρκους ή γινόταν Άες Σεντάι ήταν ένα τερ’ανγκριάλ, που τη δέσμευε στους όρκους λες και ήταν κάτι που υπήρχε μέσα της. Ένα άλλο τερ’ανγκριάλ ήταν ο τόπος της τελευταίας δοκιμασίας πριν η μαθητευόμενη ανέβει στις τάξεις των Αποδεχθεισών. Υπήρχαν κι άλλα, συμπεριλαμβανομένων πολλών τα οποία κανείς δεν μπορούσε να κάνει να λειτουργήσουν, καθώς και πολλά άλλα, που δεν έμοιαζαν να έχουν πρακτική αξία.
Γιατί πήραν πράγματα που κανείς δεν ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Ή ίσως να ξέρει το Μαύρο Άτζα. Αυτό το ενδεχόμενο την έκανε να αναγουλιάσει. Μπορεί να ήταν εξίσου άσχημο με το να έπεφταν σα’ανγκριάλ σε χέρια Σκοτεινόφιλων.
«Η κλοπή», συνέχισε η Άμερλιν με τόνο παγωμένο, σαν το βλέμμα της, «ήταν το λιγότερο απ’ αυτά που έκαναν. Τρεις αδελφές πέθαναν εκείνη τη νύχτα, όπως επίσης και δύο Πρόμαχοι, επτά φρουροί και εννιά υπηρέτες. Εγκλήματα τα οποία διέπραξαν για να κρύψουν την κλοπή και τη φυγή τους. Μπορεί να μην είναι απόδειξη ότι ήταν Μαύρο Άτζα» —οι λέξεις βγήκαν σαν να έγδερναν τα χείλη της― «αλλά ελάχιστες πιστεύουν κάτι διαφορετικό. Ούτε κι εγώ, για να πω την αλήθεια. Όταν τα νερά έχουν ψαροκέφαλα και αίμα, δεν είναι ανάγκη να δεις τα ασημόκαρφα για να καταλάβεις ότι υπάρχουν».
«Τότε γιατί αυτή η αντιμετώπιση, λες και είμαστε εγκληματίες;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. «Μας ξεγέλασε μια γυναίκα του... του Μαύρου Άτζα. Αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να μας απαλλάξει από κάθε κατηγορία».
Η Άμερλιν άφησε ένα ψυχρό, κοφτό γελάκι. «Έτσι νομίζεις, ε, τέκνο μου; Μπορεί να είναι σωτήριο για εσάς το γεγονός ότι στον Πύργο, αν εξαιρέσουμε τη Βέριν, τη Ληάνε και εμένα, κανένας δεν υποψιάζεται καν ότι έχετε οποιαδήποτε σχέση με τη Λίαντριν. Αν γινόταν γνωστό αυτό, πέρα από το θέαμα εκείνο με τους Λευκομανδίτες —μην ξαφνιάζεσαι· η Βέριν μου είπε τα πάντα-, αν ήταν γνωστό ότι το είχατε σκάσει με τη Λίαντριν, δεν αποκλείεται η Αίθουσα να ψήφιζε το σιγάνεμά σας πριν προλάβετε να κάνετε κιχ».
«Δεν είναι δίκαιο αυτό!» είπε η Νυνάβε. Η Ληάνε ανασάλεψε, αλλά η Νυνάβε συνέχισε. «Δεν είναι δίκαιο! Είναι —!»
Η Άμερλιν σηκώθηκε όρθια. Αυτό ήταν όλη κι όλη η αντίδρασή της, όμως η Νυνάβε έπαψε.
Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήταν συνετό που είχε μείνει σιωπηλή. Πάντα πίστευε ότι η Νυνάβε ήταν δυνατή, ότι κανένας δεν είχε τόσο ισχυρή θέληση. Μέχρι που είχε γνωρίσει τη γυναίκα που φορούσε το επιτραχήλιο με τις ρίγες. Σε παρακαλώ, Νυνάβε, κράτα τα νεύρα σου. Εδώ δεν έχουμε διαφορά από παιδιά —από μωρά― που αντιμετωπίζουν τη μητέρα τους και αυτή η Μητέρα μπορεί όχι μόνο να μας δείρει, αλλά να κάνει πολύ χειρότερα.
Της φαινόταν ότι ανάμεσα στα λεγόμενα της Άμερλιν είχε προσφερθεί μια διέξοδος, αλλά δεν ήξερε ποια ήταν. «Μητέρα, συγχώρεσε με που μιλώ, αλλά τι σκοπεύεις να μας κάνεις;»
«Τι να σας κάνω, τέκνο μου; Σκοπεύω να τιμωρήσω εσένα και την Ηλαίην, που φύγατε από τον Πύργο δίχως άδεια και τη Νυνάβε, που έφυγε από την πόλη δίχως άδεια. Πρώτα, θα κληθείτε στο μελετητήριο της Σέριαμ Σεντάι, όπου της είπα να σας δείρει με μια βέργα, ώσπου στο τέλος μια ολόκληρη μια βδομάδα θα παρακαλάτε να έχετε μαξιλαράκι για να κάθεστε. Αυτό ήδη το ανακοίνωσα στις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες».
Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη. Η Ηλαίην άφησε ένα δυνατό γρύλισμα, ίσιωσε την πλάτη και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Η Νυνάβε ήταν η μόνη που φαινόταν να το δέχεται χωρίς να ξαφνιάζεται. Η τιμωρία, είτε ήταν παραπανίσιες αγγαρείες είτε κάτι άλλο, πάντα αφορούσε την Κυρά των Μαθητευομένων και εκείνες που παρουσιάζονταν μπροστά της. Αυτές ήταν συνήθως μαθητευόμενες, αλλά συμπεριλαμβάνονταν και Αποδεχθείσες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια. Η Σέριαμ ποτέ δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες σε άλλους, σκέφτηκε αποθαρρυμένη η Εγκουέν. Δεν μπορεί να το είπε σε όλους. Καλύτερο, όμως, αυτό παρά να μας φυλάκιζαν. Καλύτερο αυτό, παρά να μας σιγάνευαν.