Выбрать главу

«Το φαντάζομαι, Μητέρα», είπε ξεψυχισμένα η Ηλαίην.

«Δεν το νομίζω, τέκνο μου. Ίσως έχεις δώσει τέλος σε μια παράδοση που άρχισε πριν καν υπάρξει το Άντορ. Ένα έθιμο ισχυρότερο από τους περισσότερους νόμους. Η Μοργκέις αρνήθηκε να πάρει πίσω την Ελάιντα μαζί της. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Βασίλισσα του Άντορ δεν έχει Άες Σεντάι για σύμβουλο. Απαίτησε την άμεση επιστροφή σου στο Κάεμλυν, αμέσως μόλις σε βρίσκαμε. Την έπεισα ότι θα ήταν ασφαλέστερο για σένα να εκπαιδευθείς εδώ ακόμα λίγο. Ήταν, επίσης, έτοιμη να πάρει και τα δύο αδέλφια σου από την εκπαίδευσή τους με τους Προμάχους. Μόνοι τους τη μετάπεισαν. Ακόμα δεν ξέρω πώς το κατάφεραν».

Το βλέμμα της Ηλαίην φαινόταν να είναι στραμμένο βαθιά μέσα της, ίσως βλέποντας τη Μοργκέις υπό το κράτος του θυμού της. Ανατρίχιασε. «Ο Γκάγουιν είναι αδελφός μου», είπε αφηρημένα. «Ο Γκάλαντ όχι».

«Μην φέρεσαι παιδιάστικα», της είπε η Άμερλιν. «Αφού έχετε τον ίδιο πατέρα, ο Γκάλαντ είναι κι αυτός αδελφός σου, είτε τον συμπαθείς είτε όχι. Δεν θα σου επιτρέψω παιδιαρίσματα, μικρή μου. Μια δόση βλακείας μπορεί να είναι ανεκτή σε μια μαθητευόμενη· στις Αποδεχθείσες απαγορεύεται».

«Μάλιστα, Μητέρα», είπε σκοτεινά η Ηλαίην.

«Η Βασίλισσα άφησε ένα γράμμα για σένα στη Σέριαμ. Εκτός του ότι σου ρίχνει μια γερή κατσάδα, πιστεύω ότι δηλώνει την πρόθεσή της να σε πάρει στο σπίτι, μόλις θα είναι ασφαλές να γυρίσεις. Είναι βέβαιη ότι σε λίγους μήνες, το πολύ, θα μπορείς να διαβιβάζεις χωρίς να κινδυνεύεις να σκοτωθείς».

«Μα θέλω να μάθω, Μητέρα». Η αποφασιστικότητα είχε επιστρέψει στη φωνή της Ηλαίην. «Θέλω να γίνω Άες Σεντάι».

Το χαμόγελο της Άμερλιν ήταν ακόμα πιο σκοτεινό από το προηγούμενο. «Και καλά κάνεις, τέκνο μου, επειδή δεν προτίθεμαι να αφήσω τη Μοργκέις να σε πάρει. Κρύβεις μέσα σου τη δυνατότητα να γίνεις η ισχυρότερη Άες Σεντάι που έζησε εδώ και χίλια χρόνια και δεν θα σε αφήσω να φύγεις, μέχρι να κερδίσεις και το επώμιο, εκτός από το δαχτυλίδι. Ακόμα κι αν χρειαστεί να σου αργάσω το τομάρι για να το πετύχω. Δεν θα σε αφήσω να φύγεις. Είμαι σαφής;»

«Μάλιστα, Μητέρα». Η Ηλαίην φαινόταν ταραγμένη και η Εγκουέν δεν την κατηγορούσε γι’ αυτό. Ήταν ανάμεσα στη Μοργκέις και το Λευκό Πύργο, σαν πετσέτα ανάμεσα σε δύο σκυλιά, ανάμεσα στη Βασίλισσα του Άντορ και την Έδρα της Άμερλιν. Μπορεί κάποτε η Εγκουέν να είχε ζηλέψει τα πλούτη της Ηλαίην και το θρόνο στον οποίο κάποτε θα ανέβαινε, αλλά οπωσδήποτε όχι τώρα.

Η Άμερλιν είπε κοφτά: «Ληάνε, πάρε την Ηλαίην κάτω, στο μελετητήριο της Σέριαμ. Έχω να πω κάτι λογάκια στις άλλες δυο. Λογάκια που δεν νομίζω ότι θα χαρούν να τα ακούσουν».

Η Εγκουέν αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τη Νυνάβε· για μια στιγμή, η ανησυχία παραμέρισε την ένταση μεταξύ τους. Τι έχει να πει σε μας και όχι στην Ηλαίην; απόρησε. Δεν με νοιάζει, αρκεί να μη μου απαγορεύσει να συνεχίσω να μαθαίνω. Μα γιατί όχι και την Ηλαίην;

Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα ακούγοντας για το μελετητήριο της Κυράς της Μαθητευομένων, αλλά ίσιωσε το ανάστημά της καθώς η Ληάνε την πλησίαζε. «Όπως προστάζεις, Μητέρα», είπε με τυπικότητα και έκανε μια τέλεια υπόκλιση, τραβώντας στο πλάι τα φουστάνια της, «θα υπακούσω». Ακολούθησε τη Ληάνε με το κεφάλι ψηλά.

14

Το Κέντρισμα των Αγκαθιών

Η Έδρα της Άμερλιν δεν μίλησε αμέσως—πλησίασε τα ψηλά, αψιδωτά παράθυρα και κοίταξε πέρα από το μπαλκόνι, τον κήπο παρακάτω, με τα χέρια σφιγμένα πίσω της. Πέρασαν αρκετά λεπτά πριν μιλήσει, έχοντας ακόμα την πλάτη γυρισμένη στις δυο άλλες.

«Φρόντισα να μη μαθευτούν παραέξω τα χειρότερα, μα για πόσο ακόμα; Οι υπηρέτες δεν ξέρουν για τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ και δεν έχουν συνδέσει τους θανάτους με την αναχώρηση της Λίαντριν και των άλλων. Δεν ήταν εύκολο να καταφέρω κάτι τέτοιο, αφού είναι δεδομένο το κουτσομπολιό. Πιστεύουν ότι οι θάνατοι ήταν έργο Σκοτεινόφιλων. Κι αυτό είναι αλήθεια. Επίσης, οι φήμες έφτασαν ως την πόλη. Ότι οι Σκοτεινόφιλοι μπήκαν στον Πύργο, ότι έκαναν φονικό. Δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσω αυτό. Δεν βοηθά τη φήμη μας, όμως είναι καλύτερο από την αλήθεια. Τουλάχιστον, κανένας έξω από τον Πύργο και ελάχιστοι εδώ μέσα γνωρίζουν ότι σκοτώθηκαν Άες Σεντάι... Σκοτεινόφιλοι στο Λευκό Πύργο. Πα! Μια ολόκληρη ζωή το αρνιόμουν. Δεν θα τους επιτρέψω να μπουν. Θα τους αρπάξω με το άγκιστρο, θα τους ξεκοιλιάσω και θα τους κρεμάσω στον ήλιο να ξεραθούν».

Η Νυνάβε έριξε μια ματιά όλο αβεβαιότητα στην Εγκουέν —αλλά όχι τόση όση ένιωθε μέσα της η Εγκουέν― και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μητέρα, θα τιμωρηθούμε κι άλλο; Πέρα από τις τιμωρίες που μας επέβαλες ήδη;»

Η Άμερλιν τις κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Αν θα τιμωρηθείτε κι άλλο; Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Κάποιες θα πουν ότι σας έκανα ένα δώρο, που σας ανέβασα στις τάξεις των Αποδεχθεισών. Νιώστε τώρα για τα καλά το κέντρισμα των αγκαθιών αυτού του ρόδου». Πλησίασε με άκαμπτο βήμα την καρέκλα της, κάθισε και μετά φάνηκε να χάνει την έκφραση της βιασύνης. Ή να παίρνει την έκφραση της αβεβαιότητας.