Η Εγκουέν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι βλέποντας το αβέβαιο ύφος της Άμερλιν. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν πάντα σίγουρη, πάντα γαλήνια και προσηλωμένη στο δρόμο της. Η Άμερλιν ήταν η προσωποποίηση της δύναμης. Παρ’ όλο που η ίδια η Εγκουέν είχε τόση έμφυτη δύναμη μέσα της, η γυναίκα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού είχε τη γνώση και την εμπειρία να την κάνει ό,τι ήθελε. Βλέποντας, ξαφνικά, την Άμερλιν να ταλαντεύεται —σαν κοριτσάκι, που ήξερε ότι έπρεπε να βουτήξει με το κεφάλι σε μια λίμνη δίχως να ξέρει πόσο βαθιά ήταν, αν υπήρχαν βράχια ή λάσπη στον πυθμένα― η Εγκουέν ένιωσε να παγώνει ως τα βάθη της ψυχής της. Τι εννοεί λέγοντας για το αληθινό τσίμπημα των αγκαθιών; Φως μου, τι έχει σκοπό να μας κάνει;
Η Άμερλιν, αγγίζοντας με το δάχτυλο ένα σκαλισμένο, μαύρο κουτί στο τραπέζι μπροστά της, το κοίταξε σαν να έβλεπε κάτι παραπάνω, «Το ερώτημα είναι ποια μπορώ να εμπιστευτώ», είπε απαλά. «Θα έπρεπε να μπορώ να εμπιστευτώ τουλάχιστον τη Ληάνε και τη Σέριαμ. Τολμώ, όμως; Τη Βέριν;» Οι ώμοι της τραντάχτηκαν από ένα γοργό, βουβό γέλιο. «Ήδη εμπιστεύομαι τη Βέριν με τη ζωή μου και περισσότερα ακόμα, αλλά ως πού μπορεί να φτάσει αυτή η εμπιστοσύνη; Τη Μουαραίν;» Έμεινε αμίλητη για ένα λεπτό, «Πάντα πίστευα ότι μπορώ να εμπιστεύομαι τη Μουαραίν».
Η Εγκουέν ανασάλεψε ανήσυχα. Πόσα ήξερε η Άμερλιν; Τούτο, όμως, δεν ήταν από τα πράγματα που μπορούσε να ρωτήσει την Έδρα της Άμερλιν. Ξέρεις ότι ένας νεαρός από το χωριό μου, ένας άντρας τον οποίο κάποτε νόμιζα πως μια μέρα θα παντρευόμουν, είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Ξέρεις ότι δύο από τις Άες Σεντάι σου τον βοηθούν; Τουλάχιστον, η Εγκουέν ήταν βέβαιη πως η Άμερλιν δεν ήξερε πως τον είχε ονειρευτεί χθες το βράδυ να τρέχει μακριά από τη Μουαραίν.
«Τι είναι αυτά που λες;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Άμερλιν σήκωσε το βλέμμα πάνω της και η Νυνάβε χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, καθώς πρόσθετε: «Συγχώρεσέ με, Μητέρα, αλλά θα τιμωρηθούμε κι άλλο; Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά περί εμπιστοσύνης. Αν ζητάς τη γνώμη μου, τη Μουαραίν δεν είναι να την εμπιστεύεσαι».
«Αυτή, λοιπόν, είναι η γνώμη σου, έτσι δεν είναι;» είπε η Άμερλιν. «Ένα χρόνο έλειψες από το χωριό σου και νομίζεις ότι ξέρεις αρκετά για τον κόσμο, ώστε να διαλέξεις ποια Άες Σεντάι να εμπιστευτείς και ποια όχι; Ένας λοστρόμος που μόλις έμαθε να σηκώνει τα άρμενα!»
«Δεν εννοούσε κάτι τέτοιο, Μητέρα», είπε η Εγκουέν, μα ήξερα ότι η Νυνάβε εννοούσε ακριβώς αυτό που είχε πει. Έριξε μια προειδοποιητική ματιά στη Νυνάβε. Η Νυνάβε τράβηξε με δύναμη την πλεξούδα της, αλλά δεν άνοιξε το στόμα.
«Ποιος μπορεί να πει, άραγε», είπε συλλογισμένη η Άμερλιν. «Η εμπιστοσύνη είναι γλιστερή, σαν τελάρο με χέλια, μερικές φορές. Το θέμα είναι ότι για εργαλεία έχω εσάς τις δύο κι ας είστε σαν λεπτές καλαμιές».
Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, αν και η φωνή της έμεινε ήρεμη. «Λεπτές καλαμιές, Μητέρα;»
Η Άμερλιν συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει. «Η Λίαντριν προσπάθησε να σας πνίξει στο ποτάμι και δεν αποκλείεται να έφυγε επειδή έμαθε ότι θα γυρνούσατε και θα μπορούσατε να την ξεσκεπάσετε, άρα πρέπει να πιστέψω ότι δεν είστε Μαύρο Άτζα. Θα προτιμούσα να τρώω λέπια και εντόσθια», μουρμούρισε, «αλλά μου φαίνεται ότι πρέπει να συνηθίσω να λέω αυτό το όνομα».
Η Εγκουέν την κοίταξε χάσκοντας από την κατάπληξη —Μαύρο Άτζα; Εμείς; Φως μου!― αλλά η Νυνάβε ξέσπασε: «Και βέβαια δεν είμαστε. Πώς τολμάς να λες τέτοιο πράγμα; Πώς τολμάς να το υπονοείς καν;»
«Αν με αμφισβητείς, τέκνο μου, εμπρός!» είπε με σκληρή φωνή η Άμερλιν. «Μπορεί, μερικές φορές, να έχεις τη δύναμη μιας Άες Σεντάι, αλλά δεν είσαι ακόμα Άες Σεντάι και απέχεις πολύ ακόμα. Λοιπόν; Μίλα, αν έχεις κι άλλα να πεις. Υπόσχομαι ότι θα σε κάνω να κλαις και να ικετεύεις να σε συγχωρέσω! “Λεπτές καλαμιές;” Θα σε σπάσω σαν καλάμι! Δεν μου έχει μείνει ίχνος υπομονής».
Το στόμα της Νυνάβε ανοιγόκλεινε. Στο τέλος, η Νυνάβε τίναξε το κεφάλι και πήρε μια ανάσα για να ηρεμήσει. Όταν μίλησε, η φωνή της είχε μόνο μια υποψία θυμού. «Συγχώρεσέ με, Μητέρα. Αλλά εσύ δεν έπρεπε να... Εμείς δεν είμαστε... Δεν θα κάναμε τέτοιο πράγμα».
Με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, η Άμερλιν έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Άρα μπορείς και κρατάς τα νεύρα σου όταν το θέλεις. Ήθελα να το μάθω». Η Εγκουέν αναρωτήθηκε πόσα απ’ αυτά ήταν μια δοκιμασία· γύρω από τα μάτια της Άμερλιν το δέρμα ήταν τεντωμένο, κάτι που έδειχνε ότι ίσως να εξαντλούνταν η υπομονή της. «Μακάρι να έβρισκα τρόπο να σε φέρω στο επώμιο, Κόρη. Η Βέριν λέει ότι είσαι ήδη εξίσου ισχυρή με κάθε γυναίκα του Πύργου».