«Μέχρι τη στιγμή που θα το μάθαινα», συμφώνησε ξερά η Άμερλιν. «Αν δεν είχες μια πολύ πειστική εξήγηση, θα σε έκανα να ευχηθείς να σε είχε πιάσει η Λίαντριν».
«Μα δεν σκόπευα να τα κάνω αυτά», έσπευσε να πει η Νυνάβε. «Απλώς εννοούσα ότι δίνει περισσότερη εξουσία απ’ όση είχα φανταστεί».
«Μπορεί να τη χρειαστείς όλη. Αλλά μην ξεχνάς, τέκνο μου, ότι οι Σκοτεινόφιλοι δεν θα δώσουν σημασία σε αυτό, όπως και οι Λευκομανδίτες. Πιθανότατα αμφότεροι θα σας σκότωναν επειδή θα το είχατε στην κατοχή σας. Αν αυτό το χαρτί είναι ασπίδα... ε, οι χάρτινες ασπίδες είναι ψιλές κι αυτή εδώ ίσως έχει πάνω της ζωγραφισμένο στόχο».
«Μάλιστα, Μητέρα», είπαν εν χορώ η Εγκουέν και η Νυνάβε. Η Εγκουέν δίπλωσε το χαρτί της και το έχωσε στο θύλακο της ζώνης της, παίρνοντας μέσα της την απόφαση να μην το ξαναβγάλει, αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Και πώς θα καταλάβω αν είναι;
«Τι γίνεται με τον Ματ;» ρώτησε η Νυνάβε. «Είναι πολύ άρρωστος, Μητέρα, και δεν του απομένει πολύς καιρός».
«Θα σας στείλω μήνυμα», είπε απότομα η Άμερλιν.
«Μα, Μητέρα —»
«Θα σας στείλω μήνυμα! Φύγετε, λοιπόν, τέκνα μου. Όλες οι ελπίδες του Πύργου βρίσκονται στα χέρια σας. Πηγαίνετε στα δωμάτιά σας και αναπαυθείτε λιγάκι. Μην ξεχνάτε ότι σας περιμένει η Σέριαμ και οι κατσαρόλες».
15
Ο Φαιός Άνθρωπος
Έξω από το μελετητήριο της Έδρας της Άμερλιν, η Εγκουέν και η Νυνάβε είδαν ότι οι διάδρομοι ήταν άδειοι, με εξαίρεση κάποιες περαστικές υπηρέτριες, που έσπευδαν στα καθήκοντά τους φορώντας μαλακά σανδάλια. Η Εγκουέν ένιωσε ευγνωμοσύνη για την παρουσία τους. Οι πλατιοί προθάλαμοι ξαφνικά της φαίνονταν όμοιοι με σπηλιές, παρά τα υφαντά και τα ανάγλυφα. Επικίνδυνες σπηλιές.
Η Νυνάβε προχωρούσε με μεγάλες, αποφασισμένες δρασκελιές, τραβώντας πάλι νευρικά την πλεξούδα της και η Εγκουέν έτρεξε να την προφτάσει. Δεν ήθελε να βρεθεί μονάχη.
«Αν το Μαύρο Άτζα είναι ακόμη εδώ, Νυνάβε, κι αν έχουν την παραμικρή υποψία γι’ αυτό που κάνουμε... ελπίζω να μην το εννοούσες αυτό που είπες, να κάνουμε σαν να μας δέσμευαν ήδη οι Τρεις Όρκοι. Δεν πρόκειται να αφήσω να με σκοτώσουν, αν μπορώ να το εμποδίσω διαβιβάζοντας».
«Αν είναι ακόμα κάποιες απ’ αυτές εδώ πέρα, Εγκουέν, μόλις μας δουν, θα καταλάβουν τι πάμε να κάνουμε». Παρά τα όσα έλεγε, η Νυνάβε έμοιαζε να σκέφτεται άλλα πράγματα. «Ή τουλάχιστον θα μας θεωρήσουν απειλή, σχεδόν το ίδιο πράγμα, δηλαδή, όσον αφορά την αντίδρασή τους».
«Πώς θα μας θεωρήσουν απειλή; Κανένας δεν απειλείται από κάποιον τον οποίο μπορεί να διατάξει να κάνει ό,τι θέλει. Κανένας δεν απειλείται από κάποιον που πρέπει να πλένει κατσαρόλες και να γυρνά τις σούβλες τρεις φορές τη μέρα. Να γιατί μας έβαλε η Άμερλιν στα μαγειρεία. Αυτός είναι ένας από του λόγους, εν πάση περιπτώσει».
«Μπορεί η Άμερλιν να μην το σκέφτηκε σε βάθος», είπε η Νυνάβε αφηρημένα. «Ή μπορεί να το καλοσκέφτηκε και να έχει διαφορετικό σκοπό για εμάς απ’ αυτόν που ισχυρίστηκε. Σκέψου, Εγκουέν. Η Λίαντριν δεν θα προσπαθούσε να μας βγάλει από τη μέση, αν δεν πίστευε ότι αποτελούσαμε κίνδυνο γι’ αυτή. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς, ή γιατί, αλλά δεν βλέπω πώς μπορεί να άλλαξε αυτό. Αν υπάρχουν ακόμα μέλη του Μαύρου Άτζα εδώ, τότε σίγουρα θα μας βλέπουν με τον ίδιο τρόπο, είτε υποψιάζονται τι κάνουμε είτε όχι».
Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Φως μου, μακάρι να ήμουν αόρατη. Νυνάβε, αν μας κυνηγούν ακόμα, καλύτερα να ρισκάρω το σιγάνεμα παρά να αφήσω Σκοτεινόφιλους να με σκοτώσουν, ή να μου κάνουν κάτι χειρότερο. Και δεν πιστεύω ότι θα τους αφήσεις να σε πάρουν, ό,τι κι αν είπες στην Άμερλιν».
«Το εννοούσα». Για μια στιγμή, η Νυνάβε φάνηκε να αναδύεται από τις σκέψεις της. Το βήμα της βράδυνε. Μια μαθητευόμενη με ξανθά, ξεθωριασμένα μαλλιά, που κουβαλούσε ένα δίσκο, πέρασε φουριόζα από δίπλα τους. «Εννοούσα κάθε λέξη, Εγκουέν», συνέχισε η Νυνάβε όταν η μαθητευόμενη απομακρύνθηκε. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να αμυνθούμε. Αν δεν υπήρχαν, οι Άες Σεντάι θα σκοτώνονταν κάθε φορά που θα έβγαιναν από τον Πύργο. Απλώς πρέπει να βρούμε αυτούς τους τρόπους και να τους χρησιμοποιήσουμε».
«Ξέρω ήδη αρκετούς, το ίδιο κι εσύ».
«Είναι επικίνδυνοι». Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να πει ότι ήταν επικίνδυνοι μόνο για όσους τους επιτίθονταν, αλλά η Νυνάβε συνέχισε να μιλά χωρίς να σταματήσει. «Μπορεί να σου αρέσουν υπερβολικά πολύ. Όταν έστρεψα το θυμό μου εναντίον εκείνων των Λευκομανδίτων το πρωί... Ένιωσα πολύ ωραία. Είναι πολύ επικίνδυνο». Ανατρίχιασε και τάχυνε πάλι το βήμα. Η Εγκουέν αναγκάστηκε να τρέξει για να την προφτάσει.