«Κάνεις σαν τη Σέριαμ. Ποτέ άλλοτε δεν έκανες έτσι. Έχεις ξεπεράσει κάθε όριο που σου έβαλαν. Γιατί να αποδεχτείς τώρα όρια, ενώ ίσως χρειαστεί να τα αγνοήσουμε για να επιζήσουμε;»
«Τι θα μας ωφελήσει, αν η κατάληξη θα είναι να μας αποπέμψουν από τον Πύργο; Σιγανεμένες ή όχι, σε τι θα μας ωφελήσει τότε;» Η φωνή της Νυνάβε χαμήλωσε, σαν να μονολογούσε. «Μπορώ να το κάνω. Πρέπει να το κάνω, αν θέλω να μείνω εδώ και να μάθω ― και πρέπει να μάθω, για να...» Ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι μιλούσε μεγαλόφωνα. Έριξε μια σκληρή ματιά στην Εγκουέν και η φωνή της έγινε πιο σταθερή. «Ασε με να σκεφτώ. Σε παρακαλώ, κάνε ησυχία και άσε με να σκεφτώ».
Η Εγκουέν κράτησε το στόμα της κλειστό, αλλά μέσα της αναδεύονταν οι ερωτήσεις που ζητούσαν διέξοδο. Τι ιδιαίτερο λόγο είχε η Νυνάβε για να θέλει να μάθει αυτά που είχε να της διδάξει ο Λευκός Πύργος; Τι ήθελε να κάνει; Γιατί η Νυνάβε της το κρατούσε μυστικό; Μυστικά. Μάθαμε να κρατάμε πολλά μυστικά από τότε που ήρθαμε στον Πύργο. Και η Άμερλιν, επίσης, μας κρατά μυστικά. Φως μου, τι θα κάνει για τον Ματ;
Η Νυνάβε τη συνόδευσε ως τα καταλύματα των μαθητευομένων, χωρίς να στρίψει στα καταλύματα των Αποδεχθεισών. Οι εξώστες ήταν ακόμη άδειοι και δεν συνάντησαν κανέναν καθώς ανηφόριζαν τις ελικοειδείς ράμπες.
Όταν έφτασαν στο δωμάτιο της Ηλαίην, η Νυνάβε σταμάτησε, χτύπησε μια φορά τη λευκή πόρτα και αμέσως την άνοιξε και έχωσε μέσα το κεφάλι. Έπειτα την άφησε να κλείσει και πήγε προς την επόμενη, που ήταν το δωμάτιο της Εγκουέν. «Ακόμα δεν ήρθε», είπε. «Πρέπει να μιλήσω και στις δύο σας».
Η Εγκουέν την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε, σταματώντας την απότομα. «Τι...;» Κάτι τράβηξε τα μαλλιά της και έξυσε το αυτί της. Μια μαύρη θολούρα πέρασε σαν αστραπή μπροστά από το πρόσωπό της και χτύπησε με ένα μεταλλικό κρότο τον τοίχο. Την επόμενη στιγμή, η Νυνάβε την τραβούσε να πέσει στο πάτωμα του εξώστη, πίσω από το κιγκλίδωμα.
Η Εγκουέν, ξαπλωμένη κάτω και με τα μάτια γουρλωμένα, κοίταξε αυτό που βρισκόταν στα πλακάκια μπροστά στην πόρτα της, εκεί που είχε πέσει. Ένα κοντό βέλος βαλλίστρας. Μερικές σκούρες τρίχες από τα μαλλιά της είχαν μπερδευτεί στα τέσσερα βαριά αγκάθια του, τα οποία προορίζονταν για να τρυπούν αρματωσιά. Σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της και άγγιξε το αυτί της, άγγιξε μια μικρή αμυχή, υγρή από μια στάλα αίμα. Αν δεν είχα σταματήσει εκείνη τη στιγμή.., Αν δεν... Το βέλος θα είχε διαπεράσει το κεφάλι της και, μάλλον, θα είχε σκοτώσει και τη Νυνάβε. «Μα το αίμα και τις στάχτες!» είπε με κομμένη την ανάσα, «Μα το αίμα!»
«Μη βρίζεις», την επιτίμησε η Νυνάβε, αλλά δεν το έλεγε με την καρδιά της. Ήταν ξαπλωμένη και κοίταζε ανάμεσα από τα πέτρινα κάγκελα στην απέναντι σειρά των εξωστών. Η Εγκουέν είδε ότι την περιέβαλλε μια λάμψη. Είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ.
Η Εγκουέν προσπάθησε βιαστικά να ανοιχτεί και η ίδια στη Μία Δύναμη, αλλά στην αρχή νικήθηκε από τη βιάση της. Βιάση, καθώς και εικόνες, που επέμεναν να εισχωρούν στο κενό, εικόνες του κεφαλιού της να σπάει σε κομμάτια, σαν σάπιο πεπόνι, από ένα βαρύ βέλος, το οποίο συνέχιζε και καρφωνόταν στο κεφάλι της Νυνάβε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναπροσπάθησε, μέχρι που, τελικά, το ρόδο αιωρήθηκε στο κενό, άνοιξε στην Αληθινή Πηγή και η Δύναμη την πλημμύρισε.
Γύρισε μπρούμυτα και κοίταξε μέσα από τα κάγκελα, πλάι στη Νυνάβε. «Βλέπεις τίποτα; Τον βλέπεις; Θα στείλω κεραυνό να τον περάσει από τη μια άκρη ως την άλλη!» Τον ένιωθε να δυναμώνει, να την πιέζει να τον εξαπολύσει. «Είναι άντρας, σωστά;» Δεν μπορούσε να φανταστεί άντρα να μπαίνει στα καταλύματα των μαθητευομένων, αλλά της ήταν αδύνατο να φανταστεί γυναίκα να φέρνει βαλλίστρα στον Πύργο.
«Δεν ξέρω». Η φωνή της Νυνάβε ήταν γεμάτη σιωπηλό θυμό· ο θυμός της ήταν πάντα στο χειρότερο σημείο όταν η Νυνάβε έμενε σιωπηλή. «Μου φάνηκε ότι είδα... Ναι! Εκεί!» Η Εγκουέν ένιωσε τη Δύναμη να πάλλεται εντός της Νυνάβε κι έπειτα η άλλη γυναίκα σηκώθηκε ήρεμα όρθια και τίναξε το φόρεμά της, σαν να μην είχε πια καμία έγνοια.
Η Εγκουέν τη χάζευε. «Τι; Τι έκανες; Νυνάβε;»
«“Από τις Πέντε Δυνάμεις”», είπε η Νυνάβε με δασκαλίστικο ύφος, κάπως κοροϊδευτικά, «“ο Αέρας, που μερικές φορές λέγεται Άνεμος, θεωρείται από πολλούς ότι είναι η λιγότερο χρήσιμη. Αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια”». Άφησε ένα σφιγμένο γέλιο τελειώνοντας. «Σου είπα ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να αμυνθούμε. Χρησιμοποίησα τον Αέρα, για να τον κρατήσω με τον αέρα. Αν είναι άντρας· δεν μπορούσα να τον δω καθαρά. Ένα κόλπο που μου είχε δείξει κάποτε η Άμερλιν, αν και πιστεύω πως δεν περίμενε ότι θα έβλεπα πώς γίνεται. Θα μείνεις ξαπλωμένη όλη μέρα εκεί;»