Выбрать главу

Η Εγκουέν σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε πίσω της, κάνοντας το γύρο του εξώστη. Σε λίγο, μετά τη στροφή, μπροστά τους εμφανίστηκε ένας άντρας, ο οποίος φορούσε απλό, καφέ, φαρδύ παντελόνι και σακάκι. Στεκόταν στραμμένος προς την αντίθετη κατεύθυνση και ισορροπούσε στη μύτη του ενός ποδιού, ενώ το άλλο αιωρούνταν στον αέρα, σαν να είχε παγιδευτεί τη στιγμή που έτρεχε. Ο άντρας θα ένιωθε σαν να ήταν θαμμένος σε πηχτή μαρμελάδα, αλλά δεν ήταν παρά ο αέρας που είχε σκληρύνει τριγύρω του. Και η Εγκουέν θυμόταν το κόλπο της Άμερλιν, αλλά δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το επαναλάβει. Η Νυνάβε απλώς έπρεπε να δει κάτι μια φορά και μετά ήξερε πώς να το κάνει μόνη της. Όταν, φυσικά, κατόρθωνε να διαβιβάσει.

Πλησίασαν και η ένωση της Εγκουέν με τη Δύναμη κόπηκε απότομα. Από το στήθος του άντρα ξεπρόβαλλε η λαβή ενός εγχειριδίου. Το πρόσωπό του είχε σακουλιάσει και ο θάνατος είχε ήδη θολώσει τα μισόκλειστα μάτια του. Σωριάστηκε στο δάπεδο του εξώστη, μόλις η Νυνάβε άνοιξε την παγίδα που τον κρατούσε.

Ήταν ένας άντρας δίχως τίποτα ιδιαίτερο στην όψη του, μέτριος στο ύψος και στην κοψιά, με χαρακτηριστικά τόσο συνηθισμένα που η Εγκουέν δεν θα του έδινε σημασία, αν στον έβλεπε σε μια παρέα τριών αντρών. Τον περιεργάστηκε για μια στιγμή, όμως, πριν συνειδητοποιήσει ότι κάτι έλειπε. Η βαλλίστρα.

Τινάχτηκε και κοίταξε γύρω ταραγμένη. «Πρέπει να είχε κι άλλον ένα, Νυνάβε. Κάποιος πήρε τη βαλλίστρα. Και κάποιος τον μαχαίρωσε. Μπορεί να είναι εκεί πέρα και να ετοιμάζεται να μας επιτεθεί ξανά».

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις», της είπε η Νυνάβε, αλλά κοίταξε δεξιά κι αριστερά στον εξώστη, τραβώντας την πλεξούδα της. «Ηρέμησε και θα βρούμε τι θα...» Την έκοψε ο ήχος βημάτων στον εξώστη, που οδηγούσαν στον όροφο τους.

Η καρδιά της Εγκουέν βροντοχτυπούσε κι έμοιαζε να έχει ανεβεί ως το λαιμό της. Με το βλέμμα καρφωμένο στη ράμπα, πάσχισε απελπισμένα να ξαναγγίξει το σαϊντάρ, αλλά χρειαζόταν ηρεμία για να το πετύχει αυτό και το καρδιοχτύπι της την εμπόδιζε.

Η Σέριαμ Σεντάι σταμάτησε στην αρχή της ράμπας και κοίταξε συνοφρυωμένη το θέαμα. «Τι στο όνομα του Φωτός συνέβη εδώ;» Όρμησε μπροστά και αυτή τη φορά η γαλήνη την είχε εγκαταλείψει.

«Τον βρήκαμε», είπε η Νυνάβε, καθώς η Κυρά των Μαθητευομένων γονάτιζε πλάι στο πτώμα.

Η Σέριαμ ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του άντρα και μετά το τράβηξε πίσω γοργά, αφήνοντας ένα σφυριχτό ήχο. Η έκφρασή της έδειξε ότι προσπαθούσε να πάρει θάρρος και τον ξανάγγιξε, αλλά αυτή τη φορά κράτησε περισσότερο το Άγγιγμα. «Είναι νεκρός», μουρμούρισε. «Όσο νεκρός μπορεί να είναι κανείς κι ακόμα περισσότερο». Όταν σηκώθηκε, τράβηξε ένα μαντήλι από το μανίκι της και σκούπισε τα δάχτυλά της. «Τον βρήκατε; Εδώ; Έτσι;»

Η Εγκουέν ένευσε, βέβαιη πως, αν μιλούσε, η Σέριαμ θα άκουγε το ψέμα στη φωνή της.

«Τον βρήκαμε», είπε με έναν τόνο σιγουριάς η Νυνάβε.

Η Σέριαμ κούνησε το κεφάλι. «Ένας άντρας —και μάλιστα νεκρός!― στα καταλύματα των μαθητευομένων θα ήταν από μόνο του σκάνδαλο, αλλά αυτό...!»

«Τι τον κάνει διαφορετικό;» ρώτησε η Νυνάβε. «Και πώς μπορεί να είναι περισσότερο από νεκρός;»

Η Σέριαμ πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα στην καθεμιά τους. «Είναι ένας από τους Άψυχους. Ένας Φαιός Άνθρωπος». Αφηρημένα, σκούπισε πάλι τα δάχτυλα της, ενώ το βλέμμα της στρεφόταν πάλι στο πτώμα. Ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία.

«Τους Άψυχους;» είπε η Εγκουέν με ένα τρέμουλο στη φωνή της» ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε: «Φαιός Άνθρωπος;»

Η Σέριαμ τους έριξε μια διαπεραστική αλλά σύντομη ματιά. «Δεν είναι ακόμα μέρος των σπουδών σας, αλλά φαίνεται ότι σε πολλά πράγματα έχετε ξεπεράσει τους κανόνες. Και εφόσον βρήκατε...» Έδειξε το πτώμα. «Οι Άψυχοι, οι Φαιοί Άνθρωποι, δίνουν την ψυχή τους για να υπηρετήσουν τον Σκοτεινό ως ασασίνοι. Από κει και έπειτα, δεν είναι πραγματικά ζωντανοί. Δεν είναι ακριβώς νεκροί, αλλά δεν είναι και πραγματικά ζωντανοί. Όχι μόνο άντρες, αλλά και μερικές γυναίκες. Πολύ λίγες. Ακόμα και μεταξύ των Σκοτεινόφιλων, μόνο μια χούφτα γυναίκες είναι τόσο ανόητες που να κάνουν αυτή τη θυσία. Τα μάτια σας μπορεί να είναι στραμμένα πάνω τους και να μην τους προσέξετε σχεδόν καθόλου, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά. Όσο περπατούσε, ήταν σχεδόν νεκρός. Τώρα, μόνο τα μάτια μου λένε ότι αυτό που κείτεται εκεί κάποτε είχε ζήσει». Τις ατένισε άλλη μια φορά. «Από τους Πολέμους των Τρόλοκ, κανένας Φαιός Άνθρωπος δεν τόλμησε να εισέλθει στην Ταρ Βάλον».

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Εγκουέν. Τα φρύδια της Σέριαμ υψώθηκαν και η Εγκουέν βιάστηκε να προσθέσει: «Αν μπορώ να ρωτήσω, Σέριαμ Σεντάι».

Η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε. «Ε, μάλλον μπορείς, αφού είχατε την κακοτυχία να τον βρείτε. Εξαρτάται από την Έδρα της Άμερλιν, αλλά με τόσα που έγιναν, πιστεύω ότι αυτό θα θελήσει να το κρατήσει όσο το δυνατόν πιο κρυφό. Δεν χρειαζόμαστε άλλες διαδόσεις. Δεν θα μιλήσετε σε κανέναν γι’ αυτό, παρά μόνο σε μένα, ή στην Άμερλιν, αν το αναφέρει πρώτη».