Выбрать главу

«Μάλιστα, Άες Σεντάι», είπε με έξαψη η Εγκουέν. Η φωνή της Νυνάβε ήταν πιο ψυχρή.

Η Σέριαμ φαινόταν να θεωρεί την υπακοή τους δεδομένη. Δεν έδειξε να τις έχει ακούσει. Η προσοχή της ήταν όλη στραμμένη στο νεκρό. Τον Φαιό Άνθρωπο. Τον Άψυχο. «Δεν θα μπορέσουμε να αποκρύψουμε το γεγονός ότι ένας άντρας σκοτώθηκε εδώ». Ξαφνικά, την έζωσε η λάμψη της Μίας Δύναμης και, εξίσου ξαφνικά, ένας μακρύς, χαμηλός θόλος κάλυψε το πτώμα στο πάτωμα, γκριζωπός και αδιαφανής, τόσο που ήταν δύσκολο να δεις ότι υπήρχε πτώμα από κάτω. «Αλλά αυτό θα εμποδίσει να τον αγγίξει κάποια που να μπορεί να καταλάβει τη φύση του. Πρέπει να μεταφερθεί αλλού, πριν επιστρέψουν οι μαθητευόμενες».

Τα λοξά, πράσινα μάτια της τις κοίταξαν σαν να είχε μόλις θυμηθεί την παρουσία τους. «Εσείς οι δύο φύγετε, τώρα. Νομίζω πως πρέπει να πάτε στο δωμάτιό σου, Νυνάβε. Με δεδομένα αυτά που ήδη αντιμετωπίζετε, αν μαθευόταν ότι έχετε ανάμιξη σ’ αυτό, ακόμα και περιφερειακή... Φύγετε».

Η Εγκουέν έκανε μια μικρή υπόκλιση και τράβηξε τη Νυνάβε από το μανίκι, αλλά εκείνη είπε: «Γιατί ήρθες εδώ, Σέριαμ Σεντάι;»

Για μια στιγμή, η Σέριαμ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά την ίδια στιγμή έσμιξε τα φρύδια. Στήριξε τις γροθιές στη λεκάνη και ατένισε τη Νυνάβε με την αποφασιστικότητα του αξιώματός της. «Χρειάζεται ιδιαίτερο λόγο για να έρθει η Κυρά των Μαθητευομένων στα καταλύματά τους, Αποδεχθείσα; Η Άμερλιν σκέφτεται να σας χρησιμοποιήσει για παραδειγματισμό, αλλά είτε το κάνει είτε όχι, εγώ, αν μη τι άλλο, θα σας διδάξω τρόπους. Φύγετε, πριν σας σύρω στο μελετητήριό μου και όχι για τη συνάντηση που έχει ήδη ορίσει η Έδρα της Άμερλιν».

Μια ξαφνική σκέψη πέρασε από το νου της Εγκουέν. «Συγχώρεσέ με, Σέριαμ Σεντάι», είπε οργά, «αλλά πρέπει να φέρω το μανδύα μου. Κρυώνω». Έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στη γωνιά του εξώστη, πριν προφτάσει να μιλήσει η Άες Σεντάι.

Αν η Σέριαμ έβρισκε το βέλος μπροστά στην πόρτα της, οι ερωτήσεις θα έπεφταν βροχή. Δεν μπορούσαν άλλο πια να υποκρίνονται ότι απλώς είχαν βρει τον άντρα, ότι δεν είχε σχέση μαζί τους. Αλλά, όταν έφτασε στην είσοδο του δωματίου της, το βαρύ βέλος είχε εξαφανιστεί. Μόνο ένα σπασμένο κομματάκι στην πέτρα δίπλα στην πόρτα έδειχνε ότι είχε υπάρξει.

Η Εγκουέν ένιωσε το δέρμα της να μυρμηγκιάζει. Πώς μπόρεσε να το πάρει κάποιος χωρίς τον δούμε... Άλλος ένας Φαιός Άνθρωπος! Αγκάλιασε το σαϊντάρ πριν καταλάβει τι έκανε ― της το έδειξε μόνο η γλυκιά ροή της Δύναμης εντός της. Ακόμα κι έτσι, ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει ποτέ, το ότι άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιό της. Κανείς δεν ήταν μέσα. Όπως και να είχε, άρπαξε το λευκό μανδύα από το πρόχειρο κρεμαστάρι και βγήκε τρεχάτη έξω, ενώ δεν άφησε το σαϊντάρ παρά μόνο όταν ζύγωνε τις άλλες.

Κάτι άλλο είχε συμβεί μεταξύ των δύο γυναικών όσο έλειπε η Εγκουέν. Η Νυνάβε προσπαθούσε να δείξει ταπεινότητα, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν μια έκφραση σαν είχε χαλασμένο στομάχι. Η Σέριαμ είχε τις γροθιές στη λεκάνη και χτυπούσε το πόδι στο δάπεδο εκνευρισμένη, ενώ η ματιά που έριχνε στη Νυνάβε, σαν πράσινες μυλόπετρες που ήταν έτοιμες να αλέσουν το σιτάρι, απευθυνόταν εξίσου και στην Εγκουέν.

«Συγχώρεσέ με, Σέριαμ Σεντάι», είπε βιαστικά, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και ταχτοποιώντας, ταυτόχρονα, στους ώμους της το μανδύα. «Αυτό το πράγμα... που βρήκαμε τον πεθαμένο... έναν... έναν Φαιό Άντρα!... μου έφερε ρίγη. Μπορούμε τώρα να πηγαίνουμε;»

Όταν η Σέριαμ τις έδιωξε με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού, η Νυνάβε έκανε μια απλή υπόκλιση. Η Εγκουέν την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε να φύγουν.

«Θέλεις να μας βάλεις και σε άλλους μπελάδες;» ρώτησε όταν ήταν δυο ορόφους πιο κάτω. Έλπισε πως εκεί ήταν ασφαλείς από το αυτί της Σέριαμ. «Τι άλλο της είπες και σε αγριοκοίταζε έτσι; Έκανες κι άλλες ερωτήσεις, φαντάζομαι; Ελπίζω να έμαθες κάτι που να άξιζε το θυμό της».

«Δεν είπε τίποτα», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Εγκουέν, για να πετύχουμε κάτι πρέπει να κάνουμε ερωτήσεις. Θα πρέπει να ρισκάρουμε λιγάκι, αλλιώς δεν θα μάθουμε τίποτα».

Η Εγκουέν στέναξε. «Τέλος πάντων, να είσαι λίγο πιο διακριτική». Η Νυνάβε, απ’ ό,τι έδειχνε η έκφραση της, δεν ήταν διατεθειμένη ούτε να προχωρήσει με το μαλακό ούτε να αποφύγει τους κινδύνους. Η Εγκουέν στέναξε πάλι. «Το βέλος χάθηκε, Νυνάβε. Πρέπει να υπήρχε κι άλλος Φαιός Άνθρωπος και το πήρε».

«Να γιατί έφυγες... Φως μου!» Η Νυνάβε κατσούφιασε και τράβηξε απότομα την πλεξούδα της.