Выбрать главу

Ύστερα από λίγη ώρα, η Εγκουέν είπε: «Τι έκανε για να καλύψει το... το πτώμα;» Δεν ήθελε να το σκέφτεται ως Φαιό Άντρα, αυτό της θύμιζε ότι υπήρχε κι άλλος ένας, που κυκλοφορούσε ελεύθερος. Θα προτιμούσε να μη σκεφτόταν τίποτα.

«Αέρα», αποκρίθηκε η Νυνάβε. «Χρησιμοποίησε Αέρα. Καλό κόλπο και νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ κάτι χρήσιμο που μπορώ να κάνω έτσι».

Ο τρόπος χρήσης της Μίας Δύναμης είχε πέντε υποδιαιρέσεις, τις Πέντε Δυνάμεις: τη Γη, τον Αέρα, τη Φωτιά, το Νερό και το Πνεύμα. Ανάλογα με το Ταλέντο που διέθετε κανείς, έκανε και διαφορετικούς συνδυασμούς των Πέντε Δυνάμεων. «Δεν καταλαβαίνω μερικούς από τους τρόπους που συνδυάζονται οι Πέντε Δυνάμεις. Πάρε για παράδειγμα τη Θεραπεία. Καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται Πνεύμα, ίσως και Αέρα, αλλά γιατί Νερό;»

Η Νυνάβε στράφηκε απότομα προς το μέρος της. «Τι μωρολογείς τώρα; Ξέχασες τι κάνουμε;» Κοίταξε ολόγυρα. Είχαν φτάσει στα καταλύματα των Αποδεχθεισών, μια σειρά από εξώστες που βρίσκονταν πιο χαμηλά από τα καταλύματα των μαθητευόμενων, οι οποίοι περιέβαλλαν κήπο και όχι αυλή. Δεν φαινόταν κανείς άλλος τριγύρω, εκτός από μια άλλη Αποδεχθείσα, η οποία έτρεχε σε έναν άλλο όροφο, αλλά η Νυνάβε χαμήλωσε τη φωνή. «Ξέχασες το Μαύρο Άτζα;»

«Προσπαθώ να το ξεχάσω», είπε ζωηρά η Εγκουέν. «Τουλάχιστον για λίγο. Προσπαθώ να ξεχάσω ότι μόλις αφήσαμε πίσω ένα νεκρό. Προσπαθώ να ξεχάσω ότι παραλίγο να με σκότωνε και ότι έχει κάποιον σύντροφο, που ίσως το ξαναπροσπαθήσει». Άγγιξε το αυτί της· η στάλα του αίματος είχε ξεραθεί, αλλά η αμυχή ακόμα πονούσε. «Είμαστε τυχερές που δεν είμαστε τώρα νεκρές και οι δύο».

Η έκφραση της Νυνάβε μαλάκωσε, αλλά όταν μίλησε, η φωνή της θύμισε τον καιρό που ήταν Σοφία του Πεδίου του Έμοντ και έλεγε πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν για το καλό του άλλου. «Να θυμάσαι το πτώμα, Εγκουέν. Να θυμάσαι ότι προσπάθησε να σε σκοτώσει. Να μας σκοτώσει. Να θυμάσαι το Μαύρο Άτζα. Να το θυμάσαι συνεχώς. Επειδή, αν ξεχάσεις, έστω και μια φορά, την επόμενη φορά ίσως να είσαι εσύ που θα κείτεσαι νεκρή».

«Το ξέρω», είπε η Εγκουέν αναστενάζοντας. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μου αρέσει».

«Πρόσεξες τι δεν ανέφερε η Σέριαμ;»

«Όχι. Τι;»

«Δεν αναρωτήθηκε ποιος τον μαχαίρωσε. Πάμε τώρα. Το δωμάτιο μου είναι λίγο πιο κάτω και μπορείς να ξεκουράσεις τα πόδια σου όσο θα μιλάμε».

16

Τρεις Κυνηγοί

Το δωμάτιο της Νυνάβε ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τα δωμάτια των μαθητευομένων. Διέθετε πραγματικό κρεβάτι και όχι από εκείνα που ήταν χτισμένα στον τοίχο, δυο καρέκλες με μπράτσα και ίσια πλάτη αντί για σκαμνί, καθώς και ντουλάπα για τα ρούχα της. Τα έπιπλα ήταν όλα απλά, κατάλληλα για σπίτι αγρότη που τα πήγαινε καλούτσικα στη δουλειά του, αλλά σε σύγκριση με τις μαθητευόμενες, οι Αποδεχθείσες ζούσαν στη χλιδή. Υπήρχε ακόμα κι ένα μικρό χαλάκι, με κίτρινα και κόκκινα σχέδια σε γαλάζιο φόντο. Το δωμάτιο δεν ήταν άδειο όταν μπήκαν μέσα η Εγκουέν και η Νυνάβε.

Η Ηλαίην στεκόταν μπροστά στο τζάκι με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη και τα μάτια κόκκινα, εν μέρει από θυμό. Δύο ψηλοί νεαροί ήταν αραγμένοι στις καρέκλες, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα όπου τύχαινε. Ο ένας, που είχε ξεκουμπώσει το σκουροπράσινο σακάκι για να αποκαλύψει ένα κατάλευκο πουκάμισο, είχε τα γαλάζια μάτια και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της Ηλαίην, ενώ το χαμογελαστό του πρόσωπο έδειχνε καθαρά ότι ήταν ο αδελφός της. Ο άλλος, που ήταν στην ηλικία της Νυνάβε και φορούσε το γκρίζο σακάκι του προσεκτικά κουμπωμένο, ήταν λεπτός, με μαύρα μάτια και σκούρα μαλλιά. Σηκώθηκε, όλος εμπιστοσύνη και λιγερή χάρη στο μυώδες σώμα του, όταν μπήκαν στο δωμάτιο η Εγκουέν και η Νυνάβε. Η Εγκουέν σκέφτηκε, για πολλοστή φορά, ότι ήταν ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει ποτέ της. Το όνομά του ήταν Γκάλαντ.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», είπε παίρνοντας το χέρι της. «Ανησυχούσα πολύ για σένα. Ανησυχούσαμε πολύ».

Η Εγκουέν ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά και τράβηξε το χέρι για να μην το καταλάβει ο νεαρός. «Σε ευχαριστώ, Γκάλαντ», μουρμούρισε. Φως μου, είναι κούκλος. Μέσα της, προειδοποίησε τον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Δεν ήταν εύκολο. Ίσιωσε άθελα το φόρεμά της, ενώ ευχόταν να την έβλεπε ο Γκάλαντ στα μετάξια και όχι σ’ αυτό το απλό, λευκό, μάλλινο φόρεμα ― ίσως σε κάποιο από εκείνα τα Ντομανικά φορέματα που της είχε πει η Μιν, εκείνα που κολλούσαν στο σώμα και έμοιαζαν τόσο λεπτά που τα περνούσες για διαφανή, αν και δεν ήταν. Αναψοκοκκίνισε και έδιωξε την εικόνα από το νου της, ευχήθηκε να έστρεφε το βλέμμα του μακριά από το πρόσωπό της. Και ακόμα χειρότερα, οι μισές γυναίκες του Πύργου, από τις λαντζιέρες ως τις ίδιες τις Άες Σεντάι, τον κοίταζαν σαν να έκαναν τις ίδιες σκέψεις. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το χαμόγελό του έμοιαζε να απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτήν. Αυτό ήταν το χειρότερο. Φως μου, αν υποψιαζόταν έστω τι σκέφτομαι, θα πέθαινα!