Ο χρυσομάλλης νεαρός έγειρε μπροστά όπως καθόταν. «Το ερώτημα είναι, πού ήσασταν; Η Ηλαίην αποφεύγει τις ερωτήσεις μου, σαν να έχει τις τσέπες γεμάτες σύκα και δεν θέλει να φάω κι εγώ».
«Σου είπα, Γκάγουιν», είπε η Ηλαίην με ψιλή φωνή, «δεν είναι δική σου δουλειά. Ήρθα εδώ», πρόσθεσε μιλώντας προς τη Νυνάβε, «επειδή δεν ήθελα να είμαι μόνη. Με είδαν και με ακολούθησαν. Δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει “όχι”».
«Έτσι, ε;» είπε άτονα η Νυνάβε.
«Μα είναι δική μας δουλειά, αδελφούλα», είπε ο Γκάλαντ. «Η ασφάλειά σου είναι ακριβώς η δουλειά μας». Κοίταξε την Εγκουέν κι εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σκιρτά. «Η ασφάλεια όλων σας είναι πολύ σημαντική για μένα. Για εμάς».
«Δεν είμαι αδελφή σου», είπε κοφτά η Ηλαίην.
«Αν θέλεις παρέα», είπε ο Γκάγουιν χαμογελαστός στην Ηλαίην.
«κι εμείς σου κάνουμε μια χαρά. Μετά τα όσα περάσαμε για να βρεθούμε εδώ, δικαιούμαστε να μας εξηγήσεις πού ήσουν. Θα προτιμούσα να αφήσω τον Γκάλαντ να με νικάει όλη μέρα στην αυλή όπου εξασκούμαστε, παρά να αντιμετωπίσω πάλι τη Μητέρα, έστω και για ένα λεπτό. Θα προτιμούσα να θυμώσει μαζί μου ο Κούλιν». Ο Κούλιν ήταν Αρχιεκπαιδευτής και επέβαλλε αυστηρή πειθαρχία στους νεαρούς που έρχονταν να εκπαιδευτούν στον Λευκό Πύργο, είτε αυτοί επιδίωκαν να γίνουν Πρόμαχοι, είτε απλώς ήθελαν να μαθητεύσουν κοντά τους.
«Μπορείς, αν θέλεις, να αρνηθείς τη σχέση μας», είπε σοβαρά ο Γκάλαντ στην Ηλαίην, «αλλά δεν παύει να υπάρχει. Και η μητέρα ανέθεσε την ασφάλειά σου σε εμάς».
Ο Γκάγουιν έκανε μια γκριμάτσα. «Θα μας γδάρει ζωντανούς, αν πάθεις το παραμικρό, Ηλαίην. Πασχίσαμε πολύ για να τη μεταπείσουμε, αλλιώς θα μας έπαιρνε σπίτι μαζί της. Ποτέ δεν άκουσα για βασίλισσα να στέλνει τους γιους της στο δήμιο, αλλά η μητέρα φαινόταν έτοιμη να κάνει μια εξαίρεση, αν δεν σε φέρναμε σώα και ασφαλή στο σπίτι».
«Είμαι βέβαιη», είπε η Ηλαίην, «πως προσπαθήσατε να τη μεταπείσετε για το χατίρι μου. Όχι επειδή θέλετε να μείνετε για να εκπαιδευθείτε μαζί με τους Προμάχους». Τα μάγουλα του Γκάγουιν κοκκίνισαν.
«Το πρώτο μας μέλημα ήταν η ασφάλειά σου». Ο Γκάγουιν έκανε σαν να το εννοούσε και η Εγκουέν ήταν βέβαιη γι’ αυτό. «Κατορθώσαμε να πείσουμε τη μητέρα ότι, αν επέστρεφες εδώ, θα χρειαζόσουν κάποιον να σε φυλάει».
«Να με φυλάει!» αναφώνησε η Ηλαίην, αλλά ο Γκάγουιν συνέχισε να μιλά ήρεμα και σταθερά.
«Ο Λευκός Πύργος έχει γίνει ένα επικίνδυνο μέρος. Είχαμε θανάτους —δολοφονίες― δίχως ουσιαστική εξήγηση. Ακόμα και κάποιες Άες Σεντάι σκοτώθηκαν, παρ’ όλο που έγινε προσπάθεια να συγκαλυφθεί αυτό. Κι έχω ακούσει φήμες για το Μαύρο Άτζα, να λέγονται μάλιστα εδώ, στον Πύργο. Σύμφωνα με τις διαταγές της μητέρας μου, όταν είναι ασφαλές για σένα να εγκαταλείψεις την εκπαίδευσή σου, θα σε επιστρέψουμε στο Κάεμλυν».
Αντί για απάντηση, η Ηλαίην σήκωσε το πηγούνι της και του μισογύρισε την πλάτη.
Ο Γκάγουιν έξυσε τα μαλλιά του συγχυσμένος. «Μα το Φως, Νυνάβε, ο Γκάλαντ κι εγώ δεν είμαστε κακούργοι. Το μόνο που θέλουμε, είναι να βοηθήσουμε. Θα το κάναμε ούτως ή άλλως, αλλά η μητέρα μας έδωσε διαταγή, άρα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αλλάξεις τη γνώμη».
«Οι διαταγές της Μοργκέις δεν ισχύουν στην Ταρ Βάλον», είπε η Νυνάβε ήρεμα. «Όσο για την προσφορά βοήθειας που κάνατε, θα τη θυμάμαι. Σε περίπτωση που χρειαστούμε βοήθεια, θα είστε από τους πρώτους που θα το μάθετε. Προς το παρόν, θέλω να φύγετε». Έδειξε την πόρτα, αλλά αυτός την αγνόησε.
«Ωραία και καλά αυτά, αλλά η μητέρα θα θέλει να μάθει ότι η Ηλαίην επέστρεψε. Κι επίσης, γιατί το έσκασε δίχως να πει κουβέντα και τι έκανε τόσους μήνες; Μα το Φως, Ηλαίην! Ολόκληρος ο Πύργος ήταν σε αναταραχή. Η μητέρα είχε τρελαθεί από το φόβο της. Μου φαινόταν έτοιμη να γκρεμίσει τον Πύργο με τα ίδια της τα χέρια». Στο πρόσωπο της Ηλαίην φάνηκε ένα ίχνος ενοχής και ο Γκάγουιν αξιοποίησε αυτό το πλεονέκτημα. «Αυτό, τουλάχιστον, της το χρωστάς, Ηλαίην. Το χρωστάς σε μένα. Που να καώ, είσαι πεισματάρα, σαν πέτρα. Μήνες λείπεις και το μόνο που ξέρω είναι ότι η Σέριαμ σε πήρε με κακό μάτι. Και ο μόνος λόγος που ξέρω έστω κι αυτό, είναι επειδή είσαι κλαμένη και δεν κάθεσαι». Το αγανακτισμένο βλέμμα της Ηλαίην έλεγε ότι είχε χάσει το στιγμιαίο πλεονέκτημα του.
«Φτάνει», είπε η Νυνάβε. Ο Γκάλαντ και ο Γκάγουιν άνοιξαν το στόμα. Εκείνη ύψωσε τη φωνή της. «Είπα, φτάνει!» Τους αγριοκοίταξε, ώσπου ήταν φανερό, από τη σιωπή τους, ότι δεν θα μιλούσαν και μετά συνέχισε. «Η Ηλαίην δεν σας χρωστά τίποτα. Εφόσον επέλεξε να μη σας πει τίποτα, αυτό είναι όλο. Τώρα, εδώ είναι το δικό μου δωμάτιο, όχι η κοινή αίθουσα πανδοχείου και θέλω να φύγετε».