«Ο Γκάγουιν! Ποτέ δεν μου έριξε δεύτερη ματιά».
«Και βέβαια όχι, χαζή, έτσι που κοιτάς τον Γκάλαντ, ώσπου τα μάτια σου κοντεύουν να πέσουν από το πρόσωπό σου». Η Εγκουέν ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά, αλλά φοβόταν πως ίσως αυτό να ήταν αλήθεια. «Ο Γκάλαντ του έσωσε τη ζωή όταν ο Γκάγουιν ήταν μικρό παιδί», συνέχισε η Ηλαίην. «Ο Γκάγουιν δεν θα παραδεχτεί ότι τον ενδιαφέρει μια γυναίκα, αν ο Γκάλαντ έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν, αλλά τον άκουσα να μιλά για σένα και ξέρω. Ποτέ δεν μπορούσε να μου κρύψει κάτι».
«Χαίρομαι που το ξέρω αυτό», είπε η Εγκουέν και γέλασε βλέποντας το πλατύ χαμόγελο της Ηλαίην. «Ίσως τον πείσω να μιλήσει γι’ αυτό σε μένα και όχι σε σένα».
«Μπορείς να επιλέξεις το Πράσινο Άτζα, ξέρεις. Οι Πράσινες αδελφές μερικές φορές παντρεύονται. Ο Γκάγουιν είναι στ’ αλήθεια ξετρελαμένος κι εσύ θα του έκανες καλό. Εκτός αυτού, θα μου άρεσε να σε έχω αδελφή».
«Αν τελειώσατε εσείς οι δύο τις κοριτσίστικες φλυαρίες σας», τις έκοψε η Νυνάβε, «υπάρχουν σοβαρά θέματα να συζητήσουμε».
«Ναι», είπε η Ηλαίην, «όπως το τι είχε να σας πει η Έδρα της Άμερλιν όταν έφυγα».
«Θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι’ αυτό», είπε αμήχανα η Εγκουέν. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα στην Ηλαίην. «Δεν είπε τίποτα ευχάριστο».
Η Ηλαίην ξεφύσησε με μια έκφραση δυσπιστίας. «Ο πιο πολύς κόσμος νομίζει ότι πάντα τη γλιτώνω φτηνά, επειδή είμαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Η αλήθεια είναι ότι τραβάω τα χειρότερα, επειδή είμαι η Κόρη-Διάδοχος. Εσείς οι δύο δεν κάνατε τίποτα που να μην το έκανα κι εγώ και αν η Άμερλιν σας τα έψαλε, τότε εμένα θα μου τα είχε ψάλει χειρότερα. Τι είπε, λοιπόν;»
«Αυτό πρέπει να μείνει μεταξύ των τριών μας», είπε η Νυνάβε. «Το Μαύρο Άτζα —»
«Νυνάβε!» αναφώνησε η Εγκουέν. «Η Άμερλιν είπε ότι η Ηλαίην δεν πρέπει να αναμιχθεί!»
«Το Μαύρο Άτζα!» είπε η Ηλαίην, σχεδόν φωνάζοντάς το, ενώ σηκωνόταν για να καθίσει γονατιστή στη μέση του κρεβατιού. «Δεν μπορείτε να με αφήσετε έτσι τώρα, που είπατε τέτοιο πράγμα. Δεν θα μείνω στην άγνοια».
«Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου», την καθησύχασε η Νυνάβε. Η Εγκουέν μπόρεσε μόνο να την κοιτάξει έκπληκτη. «Εγκουέν, η Λίαντριν είδε εσένα κι εμένα ως απειλή. Εγώ κι εσύ παραλίγο να σκοτωνόμασταν —»
«Παραλίγο να σκοτωνόσασταν;» ψιθύρισε η Ηλαίην.
«― ίσως επειδή ακόμα αποτελούμε απειλή, ίσως επειδή ήδη ξέρουν ότι βρεθήκαμε μόνες με την Άμερλιν και μπορεί να ξέρουν ακόμα και αυτά που μας είπε. Χρειαζόμαστε μαζί μας κάποια για την οποία δεν ξέρουν κι αν δεν την ξέρει ούτε η Άμερλιν, τόσο το καλύτερο. Δεν ξέρω αν μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Άμερλιν απ’ όση στο Μαύρο Άτζα. Θέλει να μας χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Εγώ θέλω να γλιτώσουμε, χωρίς να μας πάρει στο λαιμό της. Το καταλαβαίνετε;»
Η Εγκουέν ένευσε απρόθυμα. Δεν άντεξε, όμως, και πρόσθεσε: «Θα αντιμετωπίσουμε κινδύνους, Ηλαίην, κινδύνους σοβαρούς, όσο εκείνους που βρήκαμε στο Φάλμε. Μπορεί και χειρότερους. Αυτή τη φορά, δεν είσαι υποχρεωμένη να έρθεις».
«Το ξέρω», είπε ήσυχα η Ηλαίην. Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε. «Όταν το Άντορ πάει στον πόλεμο, ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού διοικεί το στρατό, αλλά και η Βασίλισσα εκστρατεύει μαζί του. Πριν από επτακόσια χρόνια, στη Μάχη του Κουάλιν Ντεν, οι Αντορανοί ήταν στα πρόθυρα της ήττας, όταν η Βασίλισσα Μοντρελίν προχώρησε με το άλογό της, μονάχη και άοπλη, μεταφέροντας το λάβαρο με το Λιοντάρι στο κέντρο του Δακρινού στρατού. Οι Αντορανοί όρμησαν και επιτέθηκαν άλλη μια φορά για να τη σώσουν και κέρδισαν τη μάχη. Να τι θάρρος περιμένουν από τη Βασίλισσα του Άντορ. Αν δεν έμαθα ακόμα να χαλιναγωγώ το φόβο μου, πρέπει να το κάνω, πριν πάρω τη θέση της μητέρας μου στο Θρόνο του Λιονταριού». Ξαφνικά, η σοβαρή διάθεση της εξαφανίστηκε μέσα σε ένα χαχανητό. «Εκτός αυτού, λέτε να αφήσω την περιπέτεια για να πλένω κατσαρόλες;»
«Αυτό θα το κάνεις, ούτως ή άλλως», της είπε η Νυνάβε, «και θα παρακαλάς να σκέφτονται όλοι ότι αυτό είναι το μόνο που κάνεις. Τώρα, άκουσε προσεκτικά».
Η Ηλαίην έμεινε σιωπηλή για να ακούσει και το στόμα της σιγά-σιγά άρχισε να χάσκει, καθώς η Νυνάβε της αποκάλυπτε αυτά που τους είχε πει η Άμερλιν, το καθήκον που τους είχε αναθέσει, την απόπειρα κατά της ζωής τους. Ανατρίχιασε με τους Φαιούς Άντρες, διάβασε με δέος το έγγραφο που τους είχε δώσει η Άμερλιν και το επέστρεψε μουρμουρίζοντας: «Μακάρι να το είχα μαζί μου όταν ξαναδώ τη μητέρα μου». Όταν, όμως, η Νυνάβε τελείωσε, το πρόσωπό της είχε μια αγανακτισμένη έκφραση.
«Μα είναι σαν να σου λένε να πας στους λόφους για να βρεις λιοντάρια, μόνο που δεν ξέρεις αν υπάρχουν λιοντάρια. Αλλά, αν υπάρχουν, μπορεί να σε κυνηγούν κι αυτά και να είναι μεταμφιεσμένα σε θάμνους. Α, και αν βρεις λιοντάρια, κοίτα να μη σε φάνε πριν μας πεις πού βρίσκονται».