«Συγχώρεσέ με, Ελάιντα Σεντάι», είπε η Νυνάβε, κάνοντας άλλη μια μικρή υπόκλιση, «αλλά εγώ ό,τι έφευγα. Έχω μείνει πίσω στα μαθήματά μου. Με συγχωρείς —»
«Τα μαθήματά σου μπορούν να περιμένουν», είπε η Ελάιντα. «Στο κάτω-κάτω, περίμεναν ήδη αρκετό καιρό». Πήρε το υφασμάτινο σακουλάκι από τα χέρια της Νυνάβε και έλυσε το σπάγκο, αλλά μόλις έριξε μια ματιά μέσα, το πέταξε στο πάτωμα. «Βότανα. Δεν είσαι πια η Σοφία κάποιου χωριού, τέκνο μου. Όταν αγκιστρώνεσαι από το παρελθόν» μένεις πίσω».
«Ελάιντα Σεντάι», είπε η Ηλαίην, «θα —»
«Σιωπή, μαθητευόμενη». Η φωνή της Ελάιντα ήταν παγωμένη και απαλή, όπως απαλό είναι και το βελούδο που τυλίγεται γύρω από ατσάλι. «Ίσως κατέλυσες ένα δεσμό μεταξύ Ταρ Βάλον και Κάεμλυν, ο οποίος διήρκεσε τρεις χιλιάδες χρόνια. Θα μιλάς όταν σου μιλάνε». Ο βλέμμα της Ηλαίην έψαχνε το πάτωμα μπροστά από τα πόδια της. Στο μάγουλά της ξεχώριζαν κόκκινες πιτσιλάδες. Ενοχή ή θυμός; Η Εγκουέν δεν ήξερε να πει.
Η Ελάιντα, αγνοώντας τες όλες, κάθισε σε μια καρέκλα, σιάζοντας προσεκτικά τα φουστάνια της. Δεν έκανε νόημα στις άλλες να καθίσουν. Το πρόσωπο της Νυνάβε σφίχτηκε και το χέρι της άρχισε να τραβά την πλεξούδα της. Η Εγκουέν ευχήθηκε να κρατούσε η Νυνάβε την ψυχραιμία της και να μην καθόταν στην άλλη καρέκλα δίχως άδεια.
Όταν η Ελάιντα βολεύτηκε όπως της άρεσε, στάθηκε και τις περιεργάστηκε για αρκετά λεπτά, σιωπηλά, με ανέκφραστο πρόσωπο. Στο τέλος, είπε: «Ξέρετε ότι έχουμε ανάμεσά μας το Μαύρο Άτζα;»
Η Εγκουέν αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τη Νυνάβε και την Ηλαίην.
«Έτσι μας είπαν», είπε επιφυλακτικά η Νυνάβε. «Ελάιντα Σεντάι», πρόσθεσε έπειτα από μια παύση.
Η Ελάιντα σήκωσε το φρύδι της. «Ναι. Σκέφτηκα ότι θα το γνωρίζατε». Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε από τον τόνο της, που υπονοούσε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που είχε πει και η Νυνάβε άνοιξε με θυμό το στόμα, αλλά το ευθύ βλέμμα της Άες Σεντάι τις έκανε να μείνουν αμίλητες. «Οι δυο σας», συνέχισε η Ελάιντα με έναν αδιάφορο τόνο, «σηκώνεστε και εξαφανίζεστε, παίρνοντας μαζί την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ —την κοπέλα που ίσως γίνει Βασίλισσα του Άντορ κάποια μέρα, αν πρώτα δεν τη γδάρω και πουλήσω το τομάρι της σε κατασκευαστή γαντιών― εξαφανίζεστε δίχως άδεια, δίχως λέξη, δίχως ίχνος».
«Δεν με παρέσυραν», είπε η Ηλαίην με το βλέμμα στο πάτωμα. «Πήγα με δική μου βούληση».
«Θα με υπακούσεις, τέκνο μου;» Μια λάμψη περικύκλωνε την Ελάιντα. Το αγριωπό βλέμμα της Άες Σεντάι ήταν καρφωμένο στην Ηλαίην. «Μήπως πρέπει να σου κάνω μάθημα, εδώ και τώρα;»
Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι και δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγήσει κανείς την έκφραση του προσώπου της. Θυμός. Για μια ατελείωτη στιγμή, το βλέμμα της καρφώθηκε στα μάτια της Ελάιντα.
Τα νύχια της Εγκουέν τρύπησαν τις παλάμες της, Η κατάσταση σου έφερνε τρέλα. Η ίδια, ή η Ηλαίην, ή η Νυνάβε, μπορούσαν να εξοντώσουν την Ελάιντα εκεί, όπως καθόταν. Αρκεί να την αιφνιδίαζαν, βέβαια· στο κάτω-κάτω, ήταν άριστα εκπαιδευμένη. Και πρέπει να καταπιούμε ό,τι μας κάνει, αλλιώς τα χαλάμε όλα. Μην τα χαλάσεις όλα, Ηλαίην.
Η Ηλαίην χαμήλωσε το κεφάλι. «Συγχώρεσέ με, Ελάιντα Σεντάι», μουρμούρισε. «Ξεχάστηκα».
Η λάμψη έσβησε και η Ελάιντα ξεφύσησε δυνατά. «Απέκτησες κακές συνήθειες εκεί που σε πήγαν αυτές οι δύο. Οι κακές συνήθειες δεν είναι καθόλου προς όφελός σου, τέκνο μου. Θα είσαι η πρώτη Βασίλισσα του Άντορ που θα είναι Άες Σεντάι. Η πρώτη βασίλισσα στον κόσμο, εδώ και χίλια χρόνια, που θα είναι Άες Σεντάι. Θα είσαι μια από τις ισχυρότερες αδελφές μας μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, ίσως αρκετά ισχυρή για να γίνεις η πρώτη ηγέτιδα μετά το Τσάκισμα που θα πει φανερά στον κόσμο ότι είναι Άες Σεντάι. Μην τα ρισκάρεις όλα αυτά, τέκνο μου, επειδή και τώρα, ακόμα, έχεις περιθώριο να τα χάσεις. Επένδυσα πολύ χρόνο και δεν θέλω να υπάρξει τέτοια κατάληξη. Με καταλαβαίνεις;»
«Έτσι νομίζω, Ελάιντα Σεντάι», είπε η Ηλαίην. Ο τόνος της έλεγε ότι δεν καταλάβαινε καθόλου. Ούτε και η Εγκουέν καταλάβαινε.
Η Ελάιντα άφησε αυτό το ζήτημα, «Ίσως να αντιμετωπίζετε θανάσιμο κίνδυνο. Και οι τρεις σας. Εξαφανίζεστε και ξαναγυρνάτε και, εν τω μεταξύ, η Λίαντριν και οι συντρόφισσές της... μας εγκαταλείπουν. Αναπόφευκτα θα υπάρξουν συγκρίσεις. Είμαστε βέβαιες ότι η Λίαντριν κι αυτές που πήγαν μαζί της είναι Σκοτεινόφιλες. Μαύρο Άτζα. Δεν θέλω να απευθύνει κανείς την ίδια κατηγορία στην Ηλαίην και, για να την προστατεύσω, φαίνεται ότι πρέπει να σας προστατεύσω όλες. Πείτε μου γιατί το σκάσατε, τι κάνατε αυτούς τους μήνες και θα κάνω για σας ό,τι μπορώ». Το βλέμμα της άρπαξε την Εγκουέν σαν γάντζος.
Η Εγκουέν πάσχισε να βρει μια απάντηση, την οποία θα αποδεχόταν η Άες Σεντάι. Έλεγαν ότι μερικές φορές η Ελάιντα μπορούσε να καταλάβει ένα ψέμα μόλις το άκουγε. «Ήταν... ήταν ο Ματ. Είναι βαριά άρρωστος». Προσπάθησε να διαλέξει τα λόγια της με προσοχή, να μην πει κάτι που δεν ήταν αληθινό, αλλά επίσης να δώσει μια εντύπωση που απείχε από την αλήθεια. Οι Άες Σεντάι το κάνουν συνεχώς. «Πήγαμε να... Τον φέραμε πίσω για να Θεραπευτεί. Αν δεν το είχαμε κάνει, θα πέθαινε. Η Άμερλιν θα τον Θεραπεύσει». Ελπίζω. Πίεσε τον εαυτό της για να αντέξει κι άλλο το βλέμμα της Κόκκινης Άες Σεντάι, βίασε τον εαυτό της να μη σαλέψει τα πόδια της με ενοχή. Κοιτάζοντας το πρόσωπο της Ελάιντα, δεν μπορούσε να κρίνει αν πίστευε έστω και μία λέξη.