Выбрать главу

«Αρκετά, Εγκουέν», είπε η Νυνάβε. Το διαπεραστικό βλέμμα της Ελάιντα στράφηκε πάνω της, αλλά αυτή δεν έδειξε να επηρεάζεται. Αντάμωσε τη ματιά της Άες Σεντάι δίχως να βλεφαρίσει. «Συγχώρεσέ με που διακόπτω, Ελάιντα Σεντάι», είπε γλυκά, «μα η Έδρα της Άμερλιν είπε ότι τα παραπτώματά μας πρέπει να τα αφήσουμε πίσω και να ξεχαστούν. Για να κάνουμε μια καινούρια αρχή, δεν θα έπρεπε καν να μιλάμε γι’ αυτά. Η Άμερλιν είπε ότι θα είναι σαν να μη συνέβησαν ποτέ».

«Έτσι είπε, ε;» Και πάλι, τίποτα στη φωνή ή στην έκφραση της Ελάιντα δεν φανέρωνε αν την πίστευε ή όχι. «Ενδιαφέρον. Δεν μπορείς να τα ξεχάσεις τελείως αυτά, όταν η τιμωρία σου ανακοινώνεται σε ολόκληρο τον Πύργο. Το οποίο είναι άνευ προηγουμένου. Ανήκουστο, όταν δεν πρόκειται για σιγάνεμα. Καταλαβαίνω γιατί βιάζεστε να τα αφήσετε όλα πίσω σας. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, θα γίνεις Αποδεχθείσα, Ηλαίην. Κι εσύ, Εγκουέν. Αυτό κάθε άλλο παρά τιμωρία είναι».

Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στην Άες Σεντάι, σαν να της ζητούσε άδεια να μιλήσει. «Η Μητέρα είπε ότι είμαστε έτοιμες», είπε. Ένας τόνος θράσους φάνηκε στη φωνή της. «Έχω μάθει, Ελάιντα Σεντάι, κι έχω μεγαλώσει. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα όριζε να γίνω Αποδεχθείσα».

«Έμαθες», είπε στοχαστικά η Ελάιντα. «Και μεγάλωσες. Ίσως να είναι έτσι». Στον τόνο της δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη αν το θεωρούσε αυτό καλό. Το βλέμμα της πλανήθηκε πάλι στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, ερευνητικό. «Επιστρέψατε μαζί με αυτό τον Ματ, ένα νεαρό από το χωριό σας. Υπήρχε άλλος ένας νεαρός από το ίδιο μέρος, ο Ραντ αλ’Θορ».

Η Εγκουέν ένιωσε σαν να είχε αρπάξει, ξαφνικά, το στομάχι της ένα παγωμένο χέρι.

«Ελπίζω να είναι καλά», είπε ατάραχα η Νυνάβε, αλλά το χέρι της είχε γίνει μια γροθιά, που έλιωνε την πλεξούδα της. «Έχουμε καιρό να τον δούμε».

«Ένας ενδιαφέρων νεαρός». Η Ελάιντα τις περιεργαζόταν καθώς μιλούσε. «Τον συνάντησα μονάχα μια φορά, αλλά τον βρήκα... άκρως ενδιαφέροντα. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι τα’βίρεν. Ναι. Οι απαντήσεις σε πολλές ερωτήσεις ίσως βρίσκονται σε αυτόν. Αυτό το Πεδίο του Έμοντ σας πρέπει να είναι ασυνήθιστο μέρος, για να βγάλει τις δυο σας. Και τον Ραντ αλ’Θορ».

«Ένα απλό χωριό είναι», είπε η Νυνάβε. «Ένα απλό χωριό, σαν όλα τα άλλα».

«Ναι. Φυσικά». Η Ελάιντα χαμογέλασε ― ένα παγωμένο στράβωμα των χειλιών της, που έκανε το στομάχι της Εγκουέν να ανακατευτεί. «Πείτε μου γι’ αυτόν. Η Αμερλιν δεν σας διέταξε να μη μιλήσετε ούτε γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;»

Η Νυνάβε τράβηξε την πλεξούδα της. Η Ηλαίην μελετούσε το χαλί, σαν να ήταν κρυμμένο εκεί κάτι πολύ σημαντικό και η Εγκουέν σκάλιζε το μυαλό της να βρει μια απάντηση. Λένε πως καταλαβαίνει τα ψέματα. Φως μου, αν είναι αλήθεια αυτό... Η στιγμή τράβηξε πολύ, ώσπου, τελικά, η Νυνάβε άνοιξε το στόμα.

Αμέσως τότε, η πόρτα ξανάνοιξε. Η Σέριαμ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο με μια δόση έκπληξης. «Καλά που σε βρήκα εδώ, Ηλαίην, Σας θέλω και τις τρεις. Εσένα δεν σε περίμενα, Ελάιντα».

Η Ελάιντα σηκώθηκε, ισιώνοντας το επώμιό της. «Όλες είμαστε περίεργες γι’ αυτές τις κοπέλες. Για το λόγο που το έσκασαν. Για τις περιπέτειες που πέρασαν όσο έλειπαν. Λένε ότι η Μητέρα τις πρόσταξε να μη μιλήσουν γι’ αυτά».

«Καλύτερα έτσι», είπε η Σέριαμ. «Πρόκειται να τιμωρηθούν και αυτό θα πρέπει να είναι το τέλος. Πάντα ένιωθα ότι, όταν τελειώσει η τιμωρία, το σφάλμα, που ήταν η αιτία της, πρέπει να σβήνει».

Για μια ατέλειωτη στιγμή, οι δύο Άες Σεντάι στάθηκαν κοιτάζοντας η μια την άλλη, χωρίς καμία έκφραση σε εκείνα τα αψεγάδιαστα πρόσωπα. Έπειτα η Ελάιντα είπε: «Φυσικά. Ίσως μιλήσω μαζί τους κάποια άλλη φορά. Για άλλα θέματα». Της Εγκουέν της φάνηκε ότι η ματιά που έριξε στις τρεις γυναίκες έκρυβε μια προειδοποίηση. Ύστερα, η Ελάιντα πέρασε δίπλα από τη Σέριαμ.

Κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, η Κυρά των Μαθητευομένων παρακολούθησε την άλλη Άες Σεντάι, που προχωρούσε στον εξώστη. Το πρόσωπό της είχε ακόμα τη δυσανάγνωστη εκείνη έκφραση.

Η Εγκουέν άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα να βγει και άκουσε τη Νυνάβε και την Ηλαίην να κάνουν το ίδιο.