«Με απείλησε», είπε κατάπληκτη η Ηλαίην, σχεδόν μονολογώντας. «Με απείλησε με σιγάνεμα, αν δεν πάψω να είμαι τόσο... ισχυρογνώμων!»
«Την παρεξήγησες», είπε η Σέριαμ. «Αν η ισχυρογνωμοσύνη ήταν αδίκημα που τιμωρείται με σιγάνεμα, τότε η λίστα με τις σιγανεμένες θα είχε τόσα πολλά ονόματα που δεν θα μπορούσες να τα μάθεις. Ελάχιστες γυναίκες με το χαρακτηριστικό της ταπεινότητας καταφέρνουν να κερδίσουν το δαχτυλίδι και το επώμιο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει να μάθετε να φέρεστε με ταπεινότητα, όπου απαιτείται».
«Μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι», είπαν οι τρεις σχεδόν με μία φωνή και η Σέριαμ χαμογέλασε.
«Βλέπετε; Μπορείτε να δώσετε, τουλάχιστον, την εντύπωση της ταπεινότητας. Και θα έχετε πολλές ευκαιρίες να εξασκηθείτε, πριν ξανακερδίσετε την εύνοια της Αμερλιν. Και τη δική μου. Γιο τη δική μου θα δυσκολευτείτε πιο πολύ».
«Μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι», είπε η Εγκουέν, αλλά αυτή τη φορά μόνο η Ηλαίην τη μιμήθηκε.
Η Νυνάβε είπε: «Τι έγινε... με το πτώμα, Σέριαμ Σεντάι, του... του Αψυχου; Ανακαλύψατε ποιος τον σκότωσε; Ή γιατί μπήκε στον Πύργο;»
Το στόμα της Σέριαμ σφίχτηκε. «Κάνε ένα βήμα μπροστά, Νυνάβε, και μετά ένα βήμα πίσω. Από το γεγονός ότι η Ηλαίην δεν ξαφνιάστηκε, είναι φανερό ότι της το είπες -αν και σου είχα ήδη πει να μην το διαδώσεις!― επομένως υπάρχουν ακριβώς επτά άτομα στον Πύργο που ξέρουν ότι σήμερα σκοτώθηκε ένας άντρας στα καταλύματα των μαθητευομένων και οι δύο είναι άντρες, που δεν ξέρουν τίποτα παραπάνω. Μόνο ότι πρέπει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Αν μια διαταγή της Κυράς των Μαθητευομένων δεν έχει την παραμικρή σημασία για σας —κι αν είναι έτσι, τότε θα διορθώσω αυτή την εντύπωση― τότε ίσως υπακούσετε σε μια διαταγή της Έδρας της Άμερλιν. Δεν θα μιλήσετε γι’ αυτό σε κανέναν, εκτός από τη Μητέρα ή εμένα. Η Άμερλιν δεν θέλει να προστεθούν κι άλλες διαδόσεις σε αυτές που ήδη μας μαστίζουν. Έγινα σαφής;»
Η αποφασιστικότητα της φωνής της είχε ως αποτέλεσμα να ακουστεί εν χορώ ένα «μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι» ― αλλά η Νυνάβε δεν αρκέστηκε σε αυτό. «Είπες επτά, Σέριαμ Σεντάι. Συν αυτόν που τον σκότωσε, όποιος κι αν ήταν. Και ίσως να είχαν βοήθεια για να μπουν στον Πύργο».
«Αυτό δεν σε αφορά». Το ευθύ βλέμμα της Σέριαμ απευθυνόταν σε όλες τους. «Εγώ θα κάνω όποιες ερωτήσεις πρέπει να γίνουν γι’ αυτό τον άντρα. Εσείς θα ξεχάσετε οτιδήποτε ξέρετε για ένα νεκρό άντρα. Αν ανακαλύψω ότι κάνετε οτιδήποτε άλλο... Ε, υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από τη λάντζα που μπορεί να απασχολήσουν το μυαλό σας. Και δεν θα ανεχτώ καμία δικαιολογία. Υπάρχουν άλλες ερωτήσεις;»
«Όχι, Σέριαμ Σεντάι». Αυτή τη φορά είχε μιλήσει και η Νυνάβε, προς ανακούφιση της Εγκουέν. Όχι ότι ήταν μεγάλη η ανακούφιση. Το παρατηρητικό βλέμμα της Σέριαμ θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την έρευνά τους για το Μαύρο Άτζα. Για μια στιγμή, της ήρθε να γελάσει υστερικά. Αν δεν μας πιάσει το Μαύρο Άτζα, θα μας τσιμπήσει η Σέριαμ. Η διάθεση για γέλιο χάθηκε. Αν δεν είναι στο Μαύρο Άτζα και η ίδια η Σέριαμ. Ευχήθηκε να μπορούσε να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της.
Η Σέριαμ ένευσε. «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα έρθετε μαζί μου».
«Πού;» ρώτησε η Νυνάβε και μετά πρόσθεσε «Σέριαμ Σεντάι», μόλις μια στιγμή πριν στενέψουν τα μάτια της Άες Σεντάι.
«Μήπως ξεχάσατε», είπε η Σέριαμ με χαμηλή φωνή, «ότι στον Πύργο η Θεραπεία γίνεται ενώπιον εκείνων που μας έφεραν τον άρρωστό τους;»
Της Εγκουέν της φάνηκε ότι η υπομονή που έδειχνε η Κυρά των Μαθητευομένων έφτανε στα όριά της, αλλά πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της, είπε: «Άρα όντως θα προσπαθήσει να τον Θεραπεύσει!»
«Θα ασχοληθεί μαζί του η ίδια η Έδρα της Άμερλιν, μεταξύ άλλων». Το πρόσωπο της Σέριαμ ήταν ανέκφραστο, όσο και η φωνή της. «Είχατε λόγους να αμφιβάλλετε;» Η Εγκουέν μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι της. «Τότε σπαταλάτε τη ζωή του φίλου σας όσο κάθεστε εκεί. Δεν θα αφήσουμε την Έδρα της Άμερλιν να περιμένει». Παρά τα λόγια της, όμως, η Εγκουέν είχε την αίσθηση ότι η Άες Σεντάι δεν βιαζόταν καθόλου.
18
Θεραπεία
Τα φανάρια στα σιδερένια στηρίγματα των τοίχων φώτιζαν τους διαδρόμους βαθιά κάτω από τον Πύργο, εκεί όπου τις πήγε η Σέριαμ. Οι λιγοστές πόρτες που είχαν περάσει ήταν κλεισμένες καλά, μερικές κλειδωμένες και κάποιες τόσο πονηρά φτιαγμένες, που δεν η Εγκουέν τις έβλεπε παρά μόνο όταν έφτανε μπροστά τους. Οι περισσότεροι διάδρομοι στις διασταυρώσεις ήταν σκοτεινά χάσματα, ενώ σε άλλους διέκρινε μονάχα μια θαμπή λάμψη από μακρινά φώτα, τοποθετημένα σε μεγάλα διαστήματα μεταξύ τους. Δεν είδε άλλους ανθρώπους εκεί. Ήταν μέρη που ακόμα και οι Άες Σεντάι σπάνια έρχονταν, Ο αέρας δεν ήταν ούτε δροσερός ούτε ζεστός, αλλά η Εγκουέν ανατρίχιασε και την ίδια στιγμή ένιωσε στάλες ιδρώτα να κυλούν στη ράχη της.