Εδώ κάτω, στα βάθη του Λευκού Πύργου, οι μαθητευόμενες αντιμετώπιζαν την τελευταία δοκιμασία τους, πριν γίνουν Αποδεχθείσες. Ή πριν εκδιωχθούν από τον Πύργο, αν αποτύγχαναν. Εδώ κάτω, οι Αποδεχθείσες έδιναν τους Τρεις Όρκους όταν περνούσαν την τελική δοκιμασία. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι καμία δεν της είχε πει τι γινόταν με τις Αποδεχθείσες που αποτύγχαναν. Κάπου εδώ κάτω ήταν το δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα λίγα ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ του Πύργου, καθώς και τα μέρη που ήταν αποθηκευμένα τα τερ’ανγκριάλ. Το Μαύρο Άτζα είχε χτυπήσει αυτές τις αποθήκες. Κι αν κάποιες του Μαύρου Άτζα καραδοκούσαν σε αυτούς τους ζοφερούς διαδρόμους, αν η Σέριαμ τις οδηγούσε όχι στον Ματ, αλλά...
Άφησε μια στριγκιά κραυγή όταν η Άες Σεντάι σταμάτησε ξαφνικά και κοκκίνισε όταν οι άλλες την κοίταξαν περίεργα. «Σκεφτόμουν το Μαύρο Άτζα», είπε αδύναμα.
«Μην το σκέφτεστε», είπε η Σέριαμ και για λίγο θύμισε την παλιά Σέριαμ, φιλική και αυστηρή. «Το Μαύρο Άτζα δεν θα είναι δική σας έγνοια για πολλά χρόνια ακόμα. Έχετε αυτό που δεν διαθέτουμε εμείς οι υπόλοιπες: χρόνο, πριν χρειαστεί να το αντιμετωπίσετε. Πολύ χρόνο ακόμα. Όταν μπούμε, μείνετε κοντά στο τοίχο και κάντε σιωπή. Επιτρέπεται να είστε εδώ μόνο λόγω καλοκαγαθίας, για να παρακολουθήσετε, όχι για να αναμιχθείτε ή για να ενοχλήσετε». Άνοιξε μια πόρτα, που ήταν καλυμμένη από ένα γκρίζο μέταλλο, το οποίο είχε δουλευτεί έτσι ώστε να μοιάζει με πέτρα.
Η τετράγωνη αίθουσα μέσα ήταν ευρύχωρη, με γυμνούς τοίχους από ανοιχτόχρωμη πέτρα. Το μόνο έπιπλο ήταν ένα μακρύ, πέτρινο τραπέζι σκεπασμένο με ένα γκρίζο ύφασμα, στο κέντρο της αίθουσας. Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος σε εκείνο το τραπέζι, ντυμένος κανονικά, εκτός από το σακάκι και τις μπότες, με μάτια κλειστά και πρόσωπο τόσο λιπόσαρκο που της Εγκουέν της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Η κοπιώδης ανάσα του άφηνε ένα βραχνό σφύριγμα. Το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ ήταν θηκαρωμένο στη ζώνη του και το ρουμπίνι, που στόλιζε τη λαβή του, έμοιαζε να ρουφάει το φως, λάμποντας σαν άγριο μάτι, παρά το φωτισμό που πρόσφεραν καμιά δεκαριά φανάρια, ο οποίος δυνάμωνε με τις αντανακλάσεις στους ανοιχτόχρωμους τοίχους και τα άσπρα πλακάκια του δαπέδου.
Η Έδρα της Άμερλιν στεκόταν δίπλα στο κεφάλι του Ματ και η Ληάνε κοντά στα πόδια του. Τέσσερις Άες Σεντάι στέκονταν από τη μια πλευρά του τραπεζιού και τρεις από την άλλη. Η Σέριαμ πήγε μαζί με τις τρεις. Η Βέριν ήταν μια απ’ αυτές. Η Εγκουέν αναγνώρισε τη Σεραφέλ, άλλη μια Καφέ αδελφή, την Αλάνα Μοσβάνι, του Πράσινου Άτζα και την Ανάγια, του Γαλάζιου, το οποίο ήταν το Άτζα της Μουαραίν.
Η Αλάνα και η Ανάγια είχαν κάνει της Εγκουέν μερικά μαθήματα για το πώς να ανοίγεται στην Αληθινή Πηγή, πώς να παραδίνεται στο σαϊντάρ, έτσι ώστε να το ελέγχει. Και στο διάστημα μεταξύ της πρώτης άφιξης της στο Λευκό Πύργο και της αναχώρησης της, η Ανάγια πρέπει να την είχε δοκιμάσει πενήντα φορές, για να δει αν ήταν Ονειρεύτρια. Οι δοκιμές δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, αλλά η καλοσυνάτη Ανάγια, με το όχι ιδιαίτερα ωραίο πρόσωπο και το ζεστό χαμόγελο, που ήταν η μόνη ομορφιά της, συνεχώς την ξανακαλούσε για περαιτέρω δοκιμές, αμετάπειστη σαν βράχος που κυλά στον κατήφορο.
Δεν ήξερε τις υπόλοιπες γυναίκες, με εξαίρεση μία με ψυχρό βλέμμα, που της φαινόταν πως ήταν Λευκή, Η Άμερλιν και η Τηρήτρια φορούσαν τα επώμιά τους, φυσικά, αλλά καμία από τις άλλες δεν είχε κάτι που να τις διακρίνει, με εξαίρεση τα δαχτυλίδια του Μεγάλου Ερπετού και τα αγέραστα πρόσωπα των Άες Σεντάι. Καμία δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Εγκουέν και των άλλων, έστω και με ένα βλέμμα.
Παρά την εξωτερική γαλήνη των γυναικών γύρω από το τραπέζι, της Εγκουέν της φάνηκε ότι διέκρινε σημάδια αβεβαιότητας. Το στόμα της Ανάγια ήταν κάπως σφιγμένο. Το σκοτεινό και όμορφο πρόσωπο της Αλάνα ήταν λιγάκι συνοφρυωμένο. Η γυναίκα με τα ψυχρά μάτια ίσιωνε συνεχώς το ουρανί φόρεμά της στους μηρούς της, με κινήσεις που έμοιαζαν ασυναίσθητες.
Μια Άες Σεντάι, άγνωστη στην Εγκουέν, ακούμπησε στο τραπέζι ένα απλό, γυαλισμένο, ξύλινο κουτί, στενό και μακρύ και το άνοιξε. Από την εσοχή του, μέσα στην κόκκινη, μεταξωτή επένδυση, η Άμερλιν έβγαλε μια λευκή, αυλακωτή ράβδο, με μήκος όσο ο πήχης της. Θα μπορούσε να είναι κόκαλο ή φίλντισι, αλλά δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κανένας ζωντανός δεν ήξερε από τι ήταν φτιαγμένη.
Η Εγκουέν δεν είχε ξαναδεί τη ράβδο, αλλά την αναγνώρισε από μια διάλεξη που είχε κάνει η Ανάγια στις μαθητευόμενες. Ήταν ένα από τα λίγα σα’ανγκριάλ που διέθετε ο Πύργος και ίσως το ισχυρότερο. Τα σα’ανγκριάλ, φυσικά, δεν είχαν δική τους δύναμη —ήταν απλώς συσκευές για να εστιάσουν και να μεγεθύνουν αυτό που διαβίβαζε μια Άες Σεντάι― αλλά με αυτή τη ράβδο, μια ισχυρή Άες Σεντάι ίσως μπορούσε να γκρεμίσει τα τείχη της Ταρ Βάλον.