Выбрать главу

Η Εγκουέν έσφιξε το χέρι της Νυνάβε από τη μια μεριά και της Ηλαίην από την άλλη. Φως μου! Δεν είναι σίγουρες αν μπορούν να τον Θεραπεύσουν, ακόμα και με ένα σα’ανγκριάλ ― με αυτό το σα’ανγκριάλ! Τι ελπίδα θα είχαμε εμείς; Μάλλον θα τον σκοτώναμε και θα σκοτωνόμασταν και οι ίδιες μαζί του. Φως μου!

«Θα ενώσω τις ροές», είπε η Άμερλιν. «Προσοχή. Η Δύναμη που χρειάζεται για να διαλύσει το δεσμό με το εγχειρίδιο και να θεραπεύσει τη ζημιά του πλησιάζει πολύ τη Δύναμη που μπορεί να τον σκοτώσει. Θα εστιάσω. Παρακολουθήστε». Σήκωσε και με τα δύο χέρια τη ράβδο μπροστά, στραμμένη προς τα έξω, πάνω από το πρόσωπο του Ματ. Αυτός, ακόμα αναίσθητος, κούνησε το κεφάλι και έσφιξε τη γροθιά του στη λαβή του εγχειριδίου, μουρμουρίζοντας κάτι που έμοιαζε με άρνηση.

Μια λάμψη φάνηκε γύρω από κάθε Άες Σεντάι, εκείνο το μαλακό, λευκό φως, το οποίο μπορούσε να δει μόνο μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάσει. Οι λάμψεις απλώθηκαν αργά, ώσπου στο τέλος εκείνη που έμοιαζε να πηγάζει από τη μια άγγιζε εκείνη που ερχόταν από τη διπλανή της και γινόταν ένα μαζί της, ώσπου στο τέλος υπήρχε μόνο μια λάμψη ― μια λάμψη η οποία, όπως έβλεπε η Εγκουέν, έκανε τις λάμπες να μοιάζουν συγκριτικά σκοτεινές. Και σε αυτή τη λαμπρότητα υπήρχε ένα ακόμα πιο δυνατό φως. Μια βέργα από φωτιά, κατάλευκη σαν οστό. Το σα’ανγκριάλ.

Η Εγκουέν πάλεψε την παρόρμηση να ανοιχτεί στο σαϊντάρ και να προσθέσει τη ροή της στην παλίρροια. Ήταν μια έλξη τόσο ισχυρή, που παραλίγο να την κάνει να παραπατήσει. Η Ηλαίην της έσφιξε πιο δυνατά το χέρι. Η Νυνάβε έκανε ένα βήμα προς το τραπέζι και μετά σταμάτησε, κουνώντας θυμωμένη το κεφάλι. Φως μου, σκέφτηκε η Εγκουέν. Θα μπορούσα να το κάνω. Μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να κάνει. Φως μου, είναι τόσο ισχυρό. Είναι τόσο... υπέροχο. Το χέρι της Ηλαίην έτρεμε.

Πάνω στο τραπέζι, ο Ματ σπαρταρούσε στο κέντρο της λάμψης, τιναζόταν από δω κι από κει, μουρμούριζε ασυνάρτητα. Αλλά δεν χαλάρωνε τη λαβή του στο εγχειρίδιο και τα μάτια του δεν άνοιγαν. Αργά, μα τόσο αργά, άρχισε να κυρτώνει την πλάτη και οι μύες του τεντώθηκαν τόσο, που άρχισαν να τρέμουν, Συνέχισε να παλεύει και να λυγίζει, ώσπου, στο τέλος, μόνο οι φτέρνες και οι ώμοι του άγγιζαν το τραπέζι. Τα χέρια του στο εγχειρίδιο άνοιξαν απότομα και, τρέμοντας, σύρθηκαν μακριά από τη λαβή· μια δύναμη τα ανάγκασε να απομακρυνθούν από τη λαβή, ενώ ακόμα πολεμούσαν. Τα χείλη του τραβήχτηκαν αφήνοντας τα δόντια του γυμνά ― ένας μορφασμός, μια γκριμάτσα πόνου, ενώ η ανάσα του έβγαινε με κοφτά μουγκρητά.

«Τον σκοτώνουν», ψιθύρισε η Εγκουέν. «Η Άμερλιν τον σκοτώνει! Πρέπει να κάνουμε κάτι».

Εξίσου απαλά, η Νυνάβε είπε: «Αν τις σταματήσουμε —αν μπορούσαμε να τις σταματήσουμε― θα πεθάνει. Νομίζω ότι δεν μπορώ να χειριστώ ούτε τη μισή από αυτή τη Δύναμη». Κοντοστάθηκε, σαν να είχε μόλις ακούσει τα λόγια της —ότι μπορούσε να διαβιβάσει το μισό απ’ όσο μπορούσαν δέκα κανονικές Άες Σεντάι με ένα σα’ανγκριάλ― και η φωνή της ακούστηκε πνιχτή. «Το Φως να με βοηθήσει, θέλω να το κάνω».

Απότομα, σιώπησε. Εννοούσε ότι ήθελε να βοηθήσει τον Ματ, ή ότι ήθελε να διαβιβάσει τη ροή της Δύναμης; Η Εγκουέν ένιωσε αυτή την παρόρμηση μέσα της, σαν τραγούδι που την ανάγκαζε να χορέψει.

«Πρέπει να τις εμπιστευτούμε», είπε η Νυνάβε, στο τέλος, με έναν τραχύ ψίθυρο. «Δεν έχει άλλη ευκαιρία».

Ξαφνικά, ο Ματ φώναξε, έντονα και δυνατά: «Μουάντ’ντριν τία νταρ αλέντε καμπά’ντριν ράντιεμ!» Κυρτωμένος, παλεύοντας, με τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, μούγκρισε καθαρά τις λέξεις. «Λος Βαλντάρ Κουεμπιγιάρι! Λος! Καράι αν Καλντάζαρ! Αλ Καλντάζαρ!»

Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια. Είχε μάθει αρκετά ώστε να αναγνωρίζει την Παλιά Γλώσσα, αν και δεν καταλάβαινε παρά λίγες μόνο λέξεις. Καράι αν Καλντάζαρ! Αλ Καλντάζαρ! «Για την τιμή του Κόκκινου Αετού! Για τον Κόκκινο Αετό!» Αρχαίες πολεμικές ιαχές της Μανέθερεν, ενός έθνους που είχε εξαφανιστεί στους Πολέμους των Τρόλοκ. Ενός έθνους που βρισκόταν εκεί που τώρα ήταν οι Δύο Ποταμοί. Ως εδώ, ήξερε· αλλά, με κάποιον τρόπο, της φαινόταν ότι έπρεπε να είχε καταλάβει και τα υπόλοιπα, λες και το μήνυμα ήταν τόσο κοντά της που αρκούσε να γυρίσει το κεφάλι για να το δει.

Με ένα δυνατό ήχο από πετσί που σχιζόταν, το εγχειρίδιο με το χρυσό θηκάρι υψώθηκε από τη ζώνη του Ματ και κρεμάστηκε μισό μέτρο πάνω από το καταπονημένο κορμί του. Το ρουμπίνι λαμπύριζε, έμοιαζε να τινάζει πορφυρές σπίθες, σαν να μαχόταν κι αυτό τη Θεραπεία.