Выбрать главу

Ο Ματ άνοιξε τα μάτια και αγριοκοίταξε τις γυναίκες που τον έζωναν. «Μία αγιέντε, Άες Σεντάι! Καμπαλάιν μισαίν γιε! Ίντε μουάγκντε Άες Σεντάι μισαίν γιε! Μία αγιέντε!» Κι άρχισε να ουρλιάζει ― κραυγές οργής που συνεχίστηκαν δίχως τέλος, ώσπου η Εγκουέν αναρωτήθηκε αν του είχε μείνει ανάσα.

Η Ανάγια έσκυψε βιαστικά και σήκωσε ένα σκούρο, μεταλλικό κουτί από κάτω από το τραπέζι, με κινήσεις που έδειχναν ότι ήταν βαρύ. Όταν το ακούμπησε δίπλα στον Ματ και άνοιξε το καπάκι, μέσα φάνηκε λίγος μόνο χώρος ανάμεσα στα πλαϊνά τοιχώματα, που είχαν πάχος τουλάχιστον πέντε πόντους. Η Ανάγια έσκυψε ξανά και πήρε μια λαβίδα, από εκείνες που μια καλή νοικοκυρά θα χρησιμοποιούσε στην κουζίνα της και έπιασε με αυτήν το αιωρούμενο εγχειρίδιο προσεκτικά, σαν να ήταν φαρμακερό φίδι.

Το ουρλιαχτό του Ματ ακουγόταν λυσσασμένο τώρα. Το ρουμπίνι έλαμπε οργισμένο, αστράφτοντας με ένα χρώμα κόκκινο, σαν αίμα.

Η Άες Σεντάι έχωσε το εγχειρίδιο στο κουτί, κατέβασε το καπάκι και άφησε ένα μικρό αναστεναγμό, καθώς το κουτί έκλεινε με ένα κλικ. «Ρυπαρό πράγμα», είπε.

Μόλις κρύφτηκε το εγχειρίδιο, το ουρλιαχτό του Ματ κόπηκε· σωριάστηκε κάτω, σαν να μην τον κρατούσαν οι μύες του. Μια στιγμή αργότερα, η λάμψη που περιέβαλλε τις Άες Σεντάι έσβησε.

Κάποιες από τις Άες Σεντάι φάνηκαν καθαρά καταπτοημένες και σε αρκετών το μέτωπο εμφανίστηκαν κόμποι ιδρώτα. Η Ανάγια έβγαλε ένα απλό, λινό μαντήλι από το μανίκι της και σκούπισε μπροστά σε όλες το πρόσωπό της. Η Λευκή με το ψυχρό βλέμμα έφερε με σχεδόν λαθραίες κινήσεις ένα κομμάτι Λαγκαρντανής δαντέλας στα μάγουλά της.

«Συναρπαστικό», είπε η Βέριν «το ότι το Αρχαίο Αίμα κυλά τόσο δυνατό σε κάποιον σήμερα». Η Βέριν και η Σεραφέλ έσκυψαν κοντά τα κεφάλια τους και άρχισαν αν μιλούν χαμηλόφωνα, αλλά με άφθονες χειρονομίες.

«Θεραπεύτηκε;» είπε η Νυνάβε. «Θα... ζήσει;»

Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος σαν να κοιμόταν, αλλά το πρόσωπό του είχε ακόμα εκείνη την οστεώδη όψη. Η Εγκουέν δεν είχε ακούσει ποτέ για Θεραπεία που να μην είχε γιατρέψει τα πάντα. Εκτός αν χρειάστηκε όλη η Δύναμη που χρησιμοποίησαν μόνο για να τον χωρίσουν από το εγχειρίδιο. Φως μου!

«Μπρέντας», είπε η Άμερλιν, «φρόντισε να πάει ξανά στο δωμάτιό του».

«Όπως προστάζεις, Μητέρα», είπε η γυναίκα με το ψυχρό βλέμμα και η υπόκλιση της ήταν απαθής όσο και η ίδια. Όταν έφυγε για να φέρει υπηρέτες, έφυγαν και αρκετές από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, μαζί και η Ανάγια. Τις ακολούθησαν η Βέριν και η Σεραφέλ, που ακόμα μιλούσαν μεταξύ τους, τόσο χαμηλόφωνα που η Εγκουέν δεν έβγαζε τι έλεγαν.

«Είναι καλά ο Ματ;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Σέριαμ σήκωσε τα φρύδια.

Η Έδρα της Άμερλιν στράφηκε προς το μέρος τους. «Είναι όσο καλά μπορεί να είναι», είπε απόμακρα. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει. Όταν βάσταγε τόσο καιρό κάτι που έχει το μίασμα της Σαντάρ Λογκόθ... ποιος, άραγε, ξέρει τι επίδραση θα έχει πάνω του; Μπορεί καμία, μπορεί μεγάλη. Θα δούμε. Αλλά ο δεσμός με το εγχειρίδιο έσπασε. Τώρα χρειάζεται ανάπαυση και όση τροφή μπορούμε να τον κάνουμε να φάει. Θα πρέπει να ζήσει».

«Τι ήταν αυτά που φώναζε, Μητέρα;» ρώτησε η Ηλαίην και πρόσθεσε βιαστικά: «Αν μπορώ να ρωτήσω».

«Έδινε διαταγές σε στρατιώτες». Η Άμερλιν κοίταξε ερωτηματικά το νεαρό, που ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι. Δεν είχε σαλέψει άλλο από τη στιγμή που είχε καταρρεύσει, αλλά της Εγκουέν της φαινόταν ότι η ανάσα του έβγαινε πιο εύκολα, ότι το στέρνο του φούσκωνε κι έπεφτε πιο ρυθμικά. «Σε μια μάχη, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ###ελεγα. Το Αρχαίο Αίμα επιστρέφει».

«Δεν ήταν όλα για τη μάχη», είπε η Νυνάβε. «Τον άκουσα να λέει “Άες Σεντάι”. Αυτό δεν ήταν μάχη... Μητέρα», πρόσθεσε κάπως καθυστερημένα.

Για μια στιγμή, η Άμερλιν φάνηκε να στοχάζεται, ίσως τι έπρεπε να πει, ίσως αν έπρεπε να πει κάτι. «Για λίγο», είπε τελικά, «πιστεύω πως το παρελθόν και το παρόν ήταν ένα και το αυτό. Βρισκόταν εκεί και παράλληλα βρισκόταν εδώ, ξέροντας ποιες είμαστε. Μας διέταξε να τον ελευθερώσουμε». Κοντοστάθηκε πάλι. «“Είμαι ελεύθερος άνθρωπος, Άες Σεντάι. Δεν είμαι κρέας των Άες Σεντάι”, Αυτό είπε».

Η Ληάνε ξεφύσησε δυνατά και κάποιες από τις άλλες Άες Σεντάι μουρμούρισαν θυμωμένα μέσα από τα δόντια τους.

«Μα, Μητέρα», είπε η Εγκουέν, «δεν μπορεί να εννοούσε αυτό. Η Μανέθερεν ήταν σύμμαχος με την Ταρ Βάλον».

«Η Μανέθερεν ήταν σύμμαχος, τέκνο μου», της είπε η Άμερλιν, «αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι κρύβει η καρδιά ενός άντρα; Ούτε και ο ίδιος ξέρει, νομίζω. Ο άντρας είναι το ζώο που πιο εύκολα το δένεις στο λουρί, παρά το κρατάς δεμένο. Ακόμα κι όταν το επιλέγει ο ίδιος».