Выбрать главу

«Σκέτο Μιν, Ληάνε Σεντάι, αν έχεις την καλοσύνη». Η Μιν κατόρθωσε να συγκρατήσει την έκφραση της, αλλά της ήταν δύσκολο να μην την αγριοκοιτάξει. Η φωνή της Τηρήτριας έδειχνε μεγάλη ευθυμία. Αν ήταν ανάγκη να της δώσει η μητέρα της ένα όνομα από παραμύθι, γιατί έπρεπε να διαλέξει το όνομα μιας γυναίκας που έμοιαζε να περνά τον καιρό της πότε αναστενάζοντας για τους άντρες και πότε εμπνέοντάς τους να γράφουν τραγούδια για τα μάτια ή το χαμόγελό της;

«Πολύ καλά, Μιν. Δεν θα ρωτήσω πού ήσουν, ούτε γιατί επέστρεψες φορώντας φόρεμα και, απ' ό,τι φαίνεται, θέλοντας να ρωτήσεις κάτι την Άμερλιν. Δεν θα ρωτήσω τώρα». Το πρόσωπό της έλεγε ότι θα ρωτούσε αργότερα όμως και ότι θα έπαιρνε απαντήσεις. «Υποθέτω ότι η Μητέρα ξέρει ποια είναι η Ελμιντρέντα. Φυσικά. Κακώς δεν το κατάλαβα, όταν είπε να σε στείλω ευθύς μέσα και μάλιστα μόνη σου. Το Φως μόνο ξέρει γιατί σε ανέχεται». Κοντοστάθηκε, σμίγοντας τα φρύδια ανήσυχα. «Τι συμβαίνει, κοριτσάκι μου; Είσαι άρρωστη;»

Η Μιν συγκράτησε την έκφραση του προσώπου της. «Όχι. Όχι, μια χαρά είμαι». Για μια στιγμή, η Τηρήτρια την είχε κοιτάξει μέσα από μια διάφανη μάσκα του ίδιου του προσώπου της, μια μάσκα που ούρλιαζε. «Μπορώ να περάσω τώρα, Ληάνε Σεντάι;»

Η Ληάνε την κοίταξε εξεταστικά ακόμα μια στιγμή και ύστερα έκανε νόημα με το κεφάλι προς την εσωτερική αίθουσα. «Άντε μέσα». Το άλμα που έκανε η Μιν για να υπακούσει θα ικανοποιούσε και την πιο σκληρή εκπαιδεύτρια.

Το μελετητήριο της Έδρας της Άμερλιν το είχαν χρησιμοποιήσει μερικές από τις πιο σεβαστές και ισχυρές γυναίκες ανά τους αιώνες. Η αίθουσα ήταν γεμάτη ενθυμήματα αυτού του γεγονότος, από το ψηλό τζάκι, φτιαγμένο από το χρυσαφί μάρμαρο της Κάντορ, που τώρα ήταν κρύο, μέχρι τους τοίχους, που ήταν επενδυμένοι με ένα ωχρό ξύλο με παράξενες ραβδώσεις, σκληρό σαν σίδερο αλλά με θαυμαστά ζώα και πουλιά με πλούσιο φτέρωμα σκαλισμένα πάνω του. Αυτά τα ξύλα τα είχαν φέρει από τις χώρες πέρα από την Έρημο του Άελ περισσότερο από χίλια χρόνια πριν, ενώ το τζάκι είχε πάνω από τη διπλάσια ηλικία τους. Το στιλβωμένο κοκκινόξυλο στο δάπεδο είχε έρθει από τα Όρη της Ομίχλης. Ψηλά, αψιδωτά παράθυρα έβγαζαν σε μια βεράντα. Η ιριδίζουσα πέτρα που πλαισίωνε τα παράθυρα έλαμπε σαν μαργαριτάρι και την είχαν περισώσει από τα απομεινάρια μιας πόλης που είχε βυθιστεί στη Θάλασσα των Καταιγίδων, τότε στο Τσάκισμα του Κόσμου· κανένας δεν είχε ποτέ κάτι παρόμοιο.

Ο νυν κάτοικος, η Σιουάν Σάντσε, είχε γεννηθεί κόρη ψαρά στο Δάκρυ, όμως και τα έπιπλα που είχε διαλέξει ήταν απλά, αν και γεροφτιαγμένα και καλοστιλβωμένα. Καθόταν σε μια γερή καρέκλα πίσω από ένα μεγάλο τραπέζι, το οποίο ήταν τόσο απλό που θα ταίριαζε σε αγροτόσπιτο. Η μόνη άλλη καρέκλα του δωματίου, εξίσου απλή, συνήθως τοποθετημένη λίγο προς την άκρη, τώρα στεκόταν μπροστά στο τραπέζι, πάνω σε ένα μικρό, απλό Δακρινό χαλί, με γαλάζιο, καφέ και χρυσό χρώμα. Πέντ' έξι βιβλία περίμεναν ανοιχτά πάνω σε ψηλά αναλόγια τριγύρω στο δωμάτιο. Αυτό ήταν όλο. Μια ζωγραφιά κρεμόταν πάνω από το τζάκι: μικρές ψαρόβαρκες χωμένες στις καλαμιές στα Δάχτυλα του Δράκοντα, όπως δούλευε και ο πατέρας της με τη βάρκα του.

Εκ πρώτης όψεως, παρά τα μαλακά χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι, η Σιουάν Σάντσε έδειχνε απλή όσο και η επίπλωση του δωματίου. Ήταν κι αυτή γεροδεμένη, εμφανίσιμη μάλλον παρά όμορφη, και το μόνο στολίδι στα ρούχα της ήταν το φαρδύ επιτραχήλιο της Έδρας της Αμερλιν που φορούσε, με μια χρωματιστή ζώνη για καθένα από τα επτά Άτζα. Η ηλικία της ήταν απροσδιόριστη, όπως συνέβαινε με όλες τις Άες Σεντάι· δεν υπήρχε ούτε μια υποψία γκρίζου στα μαύρα μαλλιά της. Αλλά το κοφτερό, γαλανό βλέμμα της έδειχνε ότι δεν ανεχόταν τις σαχλαμάρες, ενώ το σταθερό σαγόνι της φανέρωνε την αποφασιστικότητα της νεαρότερης γυναίκας που είχε ανακηρυχτεί ποτέ Έδρα της Αμερλιν. Για πάνω από δέκα χρόνια, η Σιουάν Σάντσε είχε τη δυνατότητα να καλεί κυβερνήτες και ισχυρούς κι εκείνοι έρχονταν, έστω κι αν μισούσαν το Λευκό Πύργο και φοβούνταν τις Άες Σεντάι.

Καθώς η Άμερλιν κατευθυνόταν με μεγάλες δρασκελιές στο μπροστινό μέρος του τραπεζιού, η Μιν απίθωσε κάτω το δέμα της και έκανε μια αδέξια γονυκλισία, μουρμουρίζοντας ενοχλημένη μέσα από τα δόντια της που ήταν αναγκασμένη να κάνει τέτοιο πράγμα. Όχι ότι δεν ήθελε να δείξει σεβασμό —αυτή η σκέψη δεν περνούσε καν από το μυαλό όποιου αντίκριζε μια γυναίκα σαν τη Σιουάν Σάντσε― αλλά η υπόκλιση που έκανε κανονικά, τώρα με το φόρεμα θα έδειχνε χαζή και δεν ήξερε παρά μόνο κατά προσέγγιση πώς να κλίνει το γόνυ.