Выбрать главу

Δεν έδειχναν πια τόσο ωραίοι οι Δακρινοί. Τα ελάσματα του θώρακα και της ράχης δεν άστραφταν πια κι είχαν γεμίσει λακκουβίτσες και γδαρσίματα· ματωμένες χαρακιές λέρωναν τα κάποτε φίνα χρυσόμαυρα σακάκια και παντελόνια. Μερικοί δεν είχαν κράνος και κάποιοι έγερναν στα δόρατά τους, σαν να ήταν το μόνο που τους κρατούσε όρθιους. Μπορεί και να ήταν. Αγκομαχούσαν κι είχαν άγρια έκφραση στο πρόσωπο, το μίγμα εκείνο του απόλυτου τρόμου και του τυφλού μουδιάσματος που πλήττει τους άντρες στη μάχη. Ατένιζαν τον Ραντ με αβεβαιότητα —με φευγαλέες, φοβισμένες ματιές― λες κι είχε καλέσει ο ίδιος αυτά τα πλάσματα από τη Μάστιγα.

«Σκουπίστε τις αιχμές των δοράτων σας», τους είπε. «Το αίμα του Ξέθωρου τρώει το ατσάλι σαν οξύ, αν το αφήσεις πολύ». Οι περισσότεροι υπάκουσαν αργά, χρησιμοποιώντας διστακτικά ό,τι είχαν πρόχειρο, τα μανίκια των ίδιων των νεκρών τους.

Από τους διαδρόμους ακούστηκαν κι άλλοι ήχοι από μάχη, μακρινές κραυγές, η μουντή κλαγγή του μετάλλου. Δυο φορές τον είχαν υπακούσει· ήταν ώρα να δει αν θα έκαναν κάτι ακόμα. Τους γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να διασχίζει τον προθάλαμο, προς τον ήχο της μάχης. «Ακολουθήστε με», διέταξε. Σήκωσε τη σφυρηλατημένη από φωτιά λεπίδα του για να τους θυμίσει ποιος ήταν, ελπίζοντας ότι αυτή η υπενθύμιση δεν θα είχε ως αποτέλεσμα ένα δόρυ στην πλάτη του. Έπρεπε να το ριψοκινδυνεύσει. «Η Πέτρα στέκει! Για την Πέτρα!»

Για μια στιγμή, τα βήματά του ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στην αίθουσα με τις κολώνες· υστέρα άκουσε τον ήχο από μπότες να τον ακολουθούν. «Για την Πέτρα!» φώναξε ένας άντρας. «Για την Πέτρα και για τον Άρχοντα Δράκοντα!» ακούστηκε άλλος ένας. Αμέσως τον μιμήθηκαν κι άλλοι. «Για την Πέτρα και για τον Άρχοντα Δράκοντα!» Ανοίγοντας το βήμα του, ο Ραντ οδήγησε τη ματωμένη στρατιά του, με τους είκοσι τρεις άντρες, βαθύτερα μέσα στην Πέτρα.

Πού ήταν η Λανφίαρ και τι ρόλο είχε παίξει εδώ; Δεν προλάβαινε να αναρωτηθεί. Οι νεκροί είχαν γεμίσει τους διαδρόμους της Πέτρας, βουτηγμένοι μέσα σε λιμνούλες από το ίδιο τους το αίμα ― ένας εδώ, παραπέρα δυο ή τρεις, Υπερασπιστές, υπηρέτες, Αελίτες. Και γυναίκες επίσης, αριστοκράτισσες με λινές εσθήτες και υπηρέτριες με μάλλινα ρούχα, χτυπημένες δίχως διάκριση καθώς προσπαθούσαν να γλιτώσουν. Τους Τρόλοκ δεν τους ένοιαζε ποιον σκότωναν· το διασκέδαζαν. Οι Μυρντράαλ, ή Ημιάνθρωποι, ήταν χειρότεροι· αγαλλιούσαν με τον πόνο και το θάνατο.

Λίγο πιο μέσα, η Πέτρα του Δακρύου κόχλαζε. Κοπάδια από Τρόλοκ μαίνονταν στις αίθουσες, πολεμώντας Αελίτες ή Υπερασπιστές, πετσοκόβοντας τους άοπλους, κυνηγώντας ακόμα περισσότερους για να σκοτώσουν. Ο Ραντ οδηγούσε τη μικρή ομάδα του εναντίον κάθε Σκιογέννητου που έβρισκαν και το σπαθί του έκοβε εξίσου άνετα σάρκες και μαύρες πανοπλίες. Μόνο οι Αελίτες αντιμετώπιζαν τους Ξέθωρους χωρίς να διστάζουν. Οι Αελίτες και ο Ραντ. Προσπερνούσε τους Τρόλοκ για να φτάσει τους Ξέθωρους· μερικές φορές οι Μυρντράαλ έπαιρναν μαζί τους μια ή δυο ντουζίνες Τρόλοκ πεθαίνοντας, μερικές φορές κανέναν.

Κάποιοι από τους Υπερασπιστές του έπεφταν και δεν ξανασηκώνονταν, όμως στους άντρες του έρχονταν να προστεθούν Αελίτες, διπλασιάζοντας τον αριθμό τους. Μερικές ομάδες ανθρώπων χωρίζονταν από την κυρίως δύναμη καθώς έδιναν σφοδρές μάχες και απομακρύνονταν μέσα σε ιαχές και κλαγγές, σαν χυτήριο που είχε τρελαθεί. Άλλοι πλησίαζαν τον Ραντ, απομακρύνονταν, τους αντικαθιστούσαν άλλοι, ώσπου στο τέλος δεν έμενε μαζί του κανένας απ' αυτούς με τους οποίους είχε ξεκινήσει. Μερικές φορές πολεμούσε μονάχος, ή έτρεχε σε διαδρόμους που μόνο αυτός και οι νεκροί υπήρχαν, ακολουθώντας τους ήχους της μακρινής μάχης.

Κάποια στιγμή, με δύο Υπερασπιστές, σε μια κιονοστοιχία που στεκόταν ψηλά πάνω από μια μακρουλή αίθουσα με πολλές εισόδους, είδε τη Μουαραίν και τον Λαν περικυκλωμένους από Τρόλοκ. Η Άες Σεντάι στεκόταν όρθια, με το κεφάλι ψηλά σαν παραμυθένια βασίλισσα των μαχών, ενώ θηριώδεις μορφές τυλίγονταν στις φλόγες γύρω της ― μόνο για να τις αντικαταστήσουν άλλες, που ξεχύνονταν από τη μια πόρτα ή την άλλη, έξι ή οκτώ κάθε φορά. Το σπαθί του Λαν αναλάμβανε αυτούς που ξέφευγαν από την πυρά της Μουαραίν. Ο Πρόμαχος είχε αίματα και από τις δύο πλευρές του προσώπου του, όμως χόρευε ανάμεσα στις μορφές ατάραχα, σαν να έκανε εξάσκηση μπροστά σε καθρέφτη. Έπειτα ένας λυκομούρης Τρόλοκ έκανε να καρφώσει ένα Δακρινό δόρυ στην πλάτη της Μουαραίν. Ο Λαν γύρισε, σαν να είχε μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, και βρήκε τον Τρόλοκ στο γόνατο. Ο Τρόλοκ έπεσε αλυχτώντας, αλλά κατάφερε να πετύχει με την αιχμή του δόρατος τον Λαν, ενώ ένας άλλος χτυπούσε αδέξια τον Πρόμαχο με την πλατιά όψη του τσεκουριού του, σαν ρόπαλο, κάνοντας τα γόνατά του να λυγίσουν.