Выбрать главу

«Δικό σου έργο ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει εκείνος. «Αυτός ο Τρόλοκ που με έσωσε; Αυτοί οι Μυρντράαλ; Δικό σου;»

Αυτή τον κοίταξε συλλογισμένα για λίγο, πριν κουνήσει ανεπαίσθητα το κεφάλι με λύπη. «Αν πω ότι το έκανα, θα περιμένεις να το ξανακάνω κι αυτό ίσως αποβεί θανατηφόρο. Κανείς από τους άλλους δεν είναι σίγουρος για τη στάση μου και το προτιμώ έτσι. Μην περιμένεις απροκάλυπτη βοήθεια από μένα».

«Να περιμένω τη βοήθειά σου;» μούγκρισε ο Ραντ. «Θέλεις να έρθω στη Σκιά. Δεν μπορείς με τρυφερά λογάκια να με κάνεις να ξεχάσω τι είσαι». Διαβίβασε κι η Λανφίαρ βρόντηξε πάνω σε ένα υφαντό τόσο δυνατά, που βόγκηξε. Ο Ραντ την κράτησε εκεί, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, κόντρα σε μια σκηνή κυνηγιού, ψηλά πάνω από το έδαφος, με τη χιονόλευκη εσθήτα της απλωμένη και κολλημένη στον τοίχο. Πώς είχε φράξει την Εγκουέν και την Ηλαίην; Έπρεπε να το θυμηθεί.

Ξαφνικά εκσφενδονίστηκε στο διάδρομο, χτύπησε στον τοίχο απέναντι από τη Λανφίαρ και κάτι τον ζούληξε σαν έντομο, σχεδόν χωρίς να τον αφήνει να ανασάνει.

Η Λανφίαρ έδειχνε να ανασαίνει δίχως κόπο. «Ό,τι μπορείς να κάνεις, Λουζ Θέριν, μπορώ να το κάνω κι εγώ. Και καλύτερα». Αν και καρφωμένη στον τοίχο, έμοιαζε να μην ενοχλείται καθόλου. Η οχλοβοή μιας σύγκρουσης δυνάμωσε κάπου κοντά κι έπειτα καταλάγιασε, καθώς η μάχη απομακρυνόταν. «Χρησιμοποιείς, και μάλιστα άσχημα, το μικρότερο κλάσμα των ικανοτήτων σου και εγκαταλείπεις αυτό που θα σου επιτρέψει να συντρίψεις όλους όσους σου επιτίθενται. Πού είναι το Καλαντόρ, Λουζ Θέριν; Είναι ακόμα στο υπνοδωμάτιό σου, σαν άχρηστο στολίδι; Νομίζεις ότι μόνο το δικό σου χέρι μπορεί να το αγγίξει, τώρα που το απελευθέρωσες; Αν είναι εδώ ο Σαμαήλ, θα το πάρει και θα το χρησιμοποιήσει εναντίον σου. Ακόμα και η Μογκέντιεν θα το έπαιρνε, για να σου το στερήσει· έχει να κερδίσει πολλά αν το ανταλλάξει με έναν από τους Εκλεκτούς».

Ο Ραντ πάλευε με αυτό που τον κρατούσε· δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα, παρά μόνο το κεφάλι του, που τιναζόταν πέρα-δώθε. Το Καλαντόρ σε χέρια Εκλεκτού. Η σκέψη παραλίγο να τον τρελάνει από το φόβο και τη σύγχυση. Διαβίβασε, προσπάθησε να κόψει αυτό που τον κρατούσε, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. Κι έπειτα, ξαφνικά, εκείνο χάθηκε· ο Ραντ έγειρε μακριά από τον τοίχο, ακόμα παλεύοντας, πριν καταλάβει ότι ήταν ελεύθερος. Και χωρίς να έχει κάνει ο ίδιος κάτι.

Κοίταξε τη Λανφίαρ. Ακόμα κρεμόταν εκεί αδιάφορη, σαν να έπαιρνε τον αέρα της στην ακροποταμιά. Προσπαθούσε να τον αποκοιμίσει, να τον εξαπατήσει, για να μαλακώσει τη στάση του απέναντι της. Δίστασε, καθώς σκεφτόταν τις ροές που την κρατούσαν. Αν τις έδενε και την άφηνε, ίσως η Λανφίαρ να γκρέμιζε τη μισή Πέτρα προσπαθώντας να ελευθερωθεί ― αν δεν τη σκότωνε κανένας περαστικός Τρόλοκ, περνώντας τη για κάτοικο της Πέτρας. Αυτό δεν θα έπρεπε να τον ενοχλεί —ο θάνατος μιας Αποδιωγμένης — αλλά τον απωθούσε η σκέψη ότι θα άφηνε αβοήθητη μια γυναίκα, ή οποιονδήποτε, στους Τρόλοκ. Μια ματιά στην ατάραχη έκφραση της τον έκανε να απορρίψει αυτή τη σκέψη. Κανένας και τίποτα στην Πέτρα δεν θα την πείραζε όσο μπορούσε να διαβιβάζει. Αν έβρισκε τη Μουαραίν για να φράξει τη Λανφίαρ...

Για άλλη μια φορά, η Λανφίαρ πήρε την απόφαση από τα χέρια του. Τον τράνταξε ο αντίκτυπος του κοψίματος των ροών κι εκείνη έπεσε ανάλαφρα στο πάτωμα. Έμεινε να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν από τον τοίχο, τινάζοντας γαλήνια τα φουστάνια της. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», της είπε με ανοιχτό το στόμα, σαν χαζός, κι εκείνη χαμογέλασε.

«Δεν χρειάζεται να βλέπω μια ροή για να την ξετυλίξω, αν ξέρω τι και πού είναι. Βλέπεις, έχεις πολλά να μάθεις. Μου αρέσεις έτσι. Ανέκαθεν είχες υπερβολικό πείσμα και αλαζονεία. Πάντα ήταν καλύτερα όταν ήσουν λιγάκι αβέβαιος για κάτι. Ξεχνάς το Καλαντόρ, λοιπόν;»

Και πάλι ο Ραντ δίσταζε. Μια Αποδιωγμένη στεκόταν εμπρός του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο ίδιος. Γύρισε και έτρεξε να βρει το Καλαντόρ. Το γέλιο της έμοιαζε να τον ακολουθεί.

Αυτή τη φορά δεν ξεστράτισε για να τα βάλει με Τρόλοκ ή Μυρντράαλ, δεν τον καθυστέρησαν καθόλου στην ξέπνοη τρεχάλα του καθώς ανέβαινε την Πέτρα, παρά μόνο όταν του έκλειναν το δρόμο. Τότε το σμιλεμένο από φωτιά σπαθί του άνοιγε πέρασμα. Είδε τον Πέριν και τη Φάιλε, εκείνον με το τσεκούρι του, εκείνη να φυλάει τα νώτα του με μαχαίρια· οι Τρόλοκ έμοιαζαν να διστάζουν εξίσου μπροστά στο κίτρινο βλέμμα του όσο και μπροστά στη λεπίδα του τσεκουριού του. Ο Ραντ τους άφησε πίσω χωρίς δεύτερη ματιά. Αν κάποιος Αποδιωγμένος έπαιρνε το Καλαντόρ, κανείς τους δεν θα ζούσε για να δει τον ήλιο να ανατέλλει.