Διέσχισε λαχανιασμένος τον προθάλαμο με τις κολώνες, πηδώντας πάνω από τα πτώματα που κείτονταν ακόμα εκεί, τόσο των Υπερασπιστών όσο και των Τρόλοκ, στη βιασύνη του να φτάσει το Καλαντόρ. Άνοιξε διάπλατα και τις δύο πόρτες. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί στεκόταν στο επιχρυσωμένο, γεμάτο πετράδια στήριγμά του, λάμποντας στο φως του ήλιου που βάδιζε προς τη δύση του. Περιμένοντάς τον.
Τώρα που το είχε μπροστά στα μάτια του, σχεδόν αηδίαζε να το αγγίξει. Μια φορά είχε χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ όπως του έπρεπε. Μόνο μία φορά. Ήξερε τι τον περίμενε όταν θα το ξανάπιανε, όταν θα το χρησιμοποιούσε για να αντλήσει πολύ περισσότερη Μία Δύναμη απ' όσο θα άντεχε αβοήθητος κανείς. Του ήταν σχεδόν αδύνατο να αφήσει την χρυσοκόκκινη λεπίδα· όταν αυτή εξαφανίστηκε, παραλίγο να την καλέσει πάλι.
Σέρνοντας τα πόδια του, πέρασε δίπλα από το πτώμα του Φαιού και άγγιξε τη λαβή του Καλαντόρ. Ήταν κρύα, σαν κρύσταλλο που έχει μείνει πολύ στο σκοτάδι, αλλά δεν είχε τόσο λεία αίσθηση που να κινδυνεύει να γλιστρήσει από το χέρι.
Κάτι τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα. Ένας Ξέθωρος στεκόταν στην είσοδο διστακτικά, με το χλωμό, ανόφθαλμο βλέμμα του στο Καλαντόρ.
Ο Ραντ τράβηξε το σαϊντίν. Μέσω του Καλαντόρ. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί άστραψε στα χέρια του, σαν να κρατούσε το μεσημέρι. Τον γέμισε η Δύναμη, τον βροντοχτύπησε σαν στέρεος κεραυνός. Το μίασμα κύλησε μέσα του με μια μαύρη πλημμύρα. Λιωμένος βράχος πάλλονταν στις φλέβες του· το ψύχος μέσα του θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο να κρυώσει. Έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει, αλλιώς θα έσκαζε σαν σάπιο πεπόνι.
Ο Μυρντράαλ γύρισε για να το βάλει στα πόδια και ξαφνικά τα μαύρα ρούχα και η αρματωσιά σωριάστηκαν στο πάτωμα, αφήνοντας ελαιώδεις κόκκους να αιωρούνται στον αέρα.
Ο Ραντ δεν είχε αντιληφθεί καν ότι είχε διαβιβάσει, παρά μόνο αφού είχε τελειώσει· δεν θα μπορούσε να πει τι είχε κάνει, ακόμα κι αν παιζόταν η ζωή του απ' αυτό. Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να του απειλήσει τη ζωή όσο κρατούσε το Καλαντόρ. Η Δύναμη έσφυζε μέσα του σαν το καρδιοχτύπι του κόσμου. Με το Καλαντόρ στα χέρια μπορούσε να κάνει τα πάντα. Η Δύναμη τον σφυροκοπούσε· ένα σφυρί που έσπαγε βουνά. Ένα διαβιβασμένο νήμα παρέσυρε τα αιωρούμενα απομεινάρια του Μυρντράαλ έξω από το δωμάτιο και μαζί τα ρούχα και την αρματωσιά του· μια μικρή ροή τα έκαψε όλα. Ο Ραντ βγήκε με πλατύ βήμα έξω για να κυνηγήσει εκείνους που είχαν έρθει να τον κυνηγήσουν.
Μερικοί απ' αυτούς είχαν φτάσει μέχρι τον προθάλαμο. Άλλος ένας Ξέθωρος και μια ομάδα φοβισμένων Τρόλοκ στέκονταν αντίκρυ στις κολώνες, στην απέναντι μεριά, και κοίταζαν τη στάχτη που παράσερνε ο αέρας ― τα τελευταία υπολείμματα του Μυρντράαλ και της φορεσιάς του. Βλέποντας τον Ραντ με το Καλαντόρ πυρωμένο στα χέρια, οι Τρόλοκ αλύχτησαν σαν θηρία. Ο Ξέθωρος στάθηκε παραλυμένος από την έκπληξη. Ο Ραντ δεν τους έδωσε την παραμικρή ευκαιρία να διαφύγουν. Συνεχίζοντας να τους πλησιάζει με αποφασισμένο βήμα, διαβίβασε και από το γυμνό, μαύρο μάρμαρο κάτω από τους Σκιογέννητους πετάχτηκαν φλόγες, τόσο καυτές που σήκωσε το χέρι του για να φυλαχτεί. Όταν τους έφτασε, οι φλόγες είχαν χαθεί· τίποτα δεν είχε μείνει, εκτός από μερικούς θαμπούς κύκλους στο μάρμαρο.
Κατηφόρισε πάλι στο εσωτερικό της Πέτρας και κάθε Τρόλοκ ή Μυρντράαλ που έμπαινε στο οπτικό του πεδίο, πέθαινε τυλιγμένος στις φλόγες. Τους έκαιγε εκεί που πολεμούσαν με Αελίτες ή με Δακρινούς, που σκότωναν υπηρέτες οι οποίοι πάσχιζαν να αμυνθούν με δόρατα ή με σπαθιά που είχαν αρπάξει από τους νεκρούς. Τους έκαιγε καθώς έτρεχαν, κυνηγώντας κι άλλα θύματα ή αποφεύγοντάς τον. Άρχισε να προχωράει πιο γρήγορα, πρώτα με ταχύ βήμα, ύστερα τρέχοντας, προσπερνώντας πληγωμένους που συχνά κείτονταν χωρίς να τους βοηθάει κανείς, προσπερνώντας νεκρούς. Δεν ήταν αρκετό αυτό· δεν του έφτανε, ήθελε πιο γρήγορα. Ενώ σκότωνε συνεχώς ομάδες Τρόλοκ, ήταν κι άλλοι που συνέχιζαν να σφάζουν, έστω και μόνο για να το σκάσουν.
Ξαφνικά σταμάτησε, περικυκλωμένος από νεκρούς, σε ένα φαρδύ διάδρομο. Έπρεπε να κάνει κάτι ― κάτι παραπάνω. Η Δύναμη κυλούσε στα κόκαλά του, η αμιγής πεμπτουσία της φωτιάς. Κάτι παραπάνω. Η Δύναμη πάγωνε στο μεδούλι του. Κάτι για να τους σκοτώσει όλους· όλους μονομιάς. Το μόλυσμα στο σαϊντίν κύλησε πάνω του, ένα βουνό από σαπίλα και λέρα που απειλούσε να θάψει την ψυχή του. Ύψωσε το Καλαντόρ, άντλησε από την πηγή, άντλησε ώσπου του φάνηκε ότι θα έβγαζε ουρλιαχτά παγωμένης φλόγας. Έπρεπε να τους σκοτώσει όλους.
Ακριβώς κάτω από το ταβάνι, ίσια πάνω από το κεφάλι του, ο αέρας άρχισε να περιστρέφεται αργά στην αρχή, ύστερα να γυρνά πιο γρήγορα και μετά να χωρίζεται σε λωρίδες από κόκκινο, μαύρο και ασημί. Μετά θόλωσε και γύρισε προς τα μέσα, βράζοντας πιο δυνατά, γογγύζοντας καθώς στριφογυρνούσε και μίκραινε ακόμα περισσότερο.