Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Ραντ καθώς το κοίταζε. Δεν είχε ιδέα τι ήταν, μόνο ότι γοργές ροές, τόσο πολλές που δεν μπορούσε να τις μετρήσει, τον ένωναν με τη μάζα. Είχε μάζα· ένα βάρος που μεγάλωνε, καθώς το πράγμα έπεφτε μέσα στον εαυτό του. Το Καλαντόρ άρχισε να λάμπει ακόμα περισσότερο, να γίνεται εκτυφλωτικό· έκλεισε τα μάτια του και το φως έμοιαζε να διαπερνά καυτό τα βλέφαρά του. Η Δύναμη έτρεχε μέσα του, ένας μανιασμένος χείμαρρος που απειλούσε να παρασύρει όλο του το είναι στο στρόβιλο. Έπρεπε να την αφήσει. Έπρεπε. Ανάγκασε τα μάτια του να ανοίξουν και ήταν σαν να κοίταζε όλες τις καταιγίδες του κόσμου μαζί, που είχαν συμπυκνωθεί στο μέγεθος του κεφαλιού ενός Τρόλοκ. Έπρεπε... έπρεπε... έπρεπε...
Τώρα. Η σκέψη αιωρήθηκε σαν κακαριστό γέλιο στο περιθώριο της αντίληψής του. Έκοψε τις ροές που ξεχύνονταν από μέσα του και άφησε το πράγμα να περιστρέφεται ακόμα, γογγύζοντας σαν τρυπάνι πάνω σε κόκαλο. Τώρα.
Και ήρθαν οι κεραυνοί, αστράφτοντας κατά μήκος της οροφής, δεξιά κι αριστερά, σαν ασημένια ποταμάκια. Ένας Μυρντράαλ βγήκε από ένα διπλανό διάδρομο και πριν κάνει δεύτερο βήμα, τον κάρφωσαν πέντ' έξι φλογισμένα ποτάμια, διαλύοντάς τον. Τα άλλα ποτάμια συνέχισαν να κυλούν, απλώθηκαν σε κάθε διασταύρωση του διαδρόμου, ενώ κάθε στιγμή έρχονταν να τα αντικαταστήσουν καινούρια.
Ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι είχε κάνει, πώς δούλευε αυτό το πράγμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν απλώς να στέκεται εκεί ριγώντας από τη Δύναμη, που τον γέμιζε με την ανάγκη να τη χρησιμοποιήσει. Έστω κι αν τον αφάνιζε. Ένιωθε Τρόλοκ και Μυρντράαλ να πεθαίνουν, ένιωθε τους κεραυνούς να χτυπούν και να σκοτώνουν. Μπορούσε να τους σκοτώσει παντού ― παντού στον κόσμο. Το ήξερε. Με το Καλαντόρ μπορούσε να κάνει τα πάντα. Και ήξερε ότι, αν το δοκίμαζε, ήταν εξίσου βέβαιο ότι θα τον σκότωνε.
Οι κεραυνοί ξεθώριασαν και έσβησαν μαζί με τους τελευταίους Σκιογέννητους· η περιστρεφόμενη μάζα συμπιέστηκε βίαια και εξαφανίστηκε με ένα δυνατό κρότο, από τον αέρα που ρουφήχτηκε. Αλλά το Καλαντόρ ακόμα έλαμπε σαν τον ήλιο· ο Ραντ έτρεμε από τη Δύναμη.
Η Μουαραίν ήταν εκεί, καμιά δεκαριά βήματα πιο πέρα, κοιτάζοντάς τον. Το φόρεμά της ήταν απείραχτο, κάθε πτυχή του γαλάζιου μεταξιού στη θέση της, αλλά τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Φαινόταν κουρασμένη ― και εμβρόντητη. «Πώς...; Αυτό που έκανες, δεν πίστευα πως ήταν δυνατόν». Εμφανίστηκε και ο Λαν σχεδόν τρέχοντας στο διάδρομο, με το σπαθί στο χέρι, το πρόσωπο ματωμένο, το σακάκι σχισμένο. Χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον Ραντ, η Μουαραίν άπλωσε το χέρι, κάνοντας τον Πρόμαχο να σταματήσει πριν την πλησιάσει. Πολύ πριν πλησιάσει τον Ραντ. Λες κι ο Ραντ ήταν τόσο επικίνδυνος, που ακόμα κι ο Λαν δεν έπρεπε να τον ζυγώσει. «Είσαι... είσαι καλά, Ραντ;»
Ο Ραντ πήρε το βλέμμα του από πάνω της και κοίταξε το πτώμα μιας μελαχρινής κοπελίτσας, σχεδόν ένα παιδί. Κείτονταν ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα, στυλωμένα στο ταβάνι, ενώ το αίμα σκούραινε το μπούστο του φορέματός της. Έσκυψε θλιμμένος να παραμερίσει τα μαλλιά που είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Φως μου, ένα παιδάκι είναι. Άργησα πολύ. Γιατί δεν το έκανα νωρίτερα; Ένα παιδάκι!
«Θα βάλω να τη φροντίσουν, Ραντ», είπε μαλακά η Μουαραίν. «Δεν μπορείς να τη βοηθήσεις τώρα».
Το χέρι του έτρεμε τόσο δυνατά στο Καλαντόρ, που δυσκολευόταν να το κρατήσει. «Με αυτό μπορώ να κάνω τα πάντα». Η φωνή του ήχησε σκληρή στ' αφτιά του. «Τα πάντα!»
«Ραντ!» είπε επιτακτικά η Μουαραίν.
Αυτός δεν θέλησε να την ακούσει. Η Δύναμη ήταν μέσα του. Το Καλαντόρ φλογίστηκε και ο Ραντ ήταν η Δύναμη. Διαβίβασε, κατηύθυνε ροές στο σώμα του παιδιού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, ψηλαφώντας· εκείνη πετάχτηκε όρθια, με τα χέρια και τα πόδια αφύσικα αλύγιστα και σπασμωδικά.
«Ραντ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Όχι κάτι τέτοιο!»
Ανάσα. Πρέπει να ανασαίνει. Το στήθος της κοπέλας φούσκωνε και χαμήλωνε. Καρδιά. Πρέπει να χτυπάει. Το αίμα, που ήταν ήδη πηχτό και μαύρο, άρχισε να κυλάει αργά από την πληγή στο στήθος της. Ζήσε. Ζήσε, που να καείς! Από λάθος άργησα τόσο. Τα μάτια της τον κοίταζαν, γυάλινα. Δίχως ζωή. Χωρίς να το έχει καταλάβει, στα μάγουλά του κυλούσαν δάκρυα. «Πρέπει να ζήσει! Θεράπευσε τη, Μουαραίν. Εγώ δεν ξέρω πώς. Θεράπευσέ την!»
«Ο θάνατος δεν θεραπεύεται, Ραντ. Δεν είσαι ο Δημιουργός».