Выбрать главу

Ο Ραντ, ατενίζοντας εκείνα τα νεκρά μάτια, αποτράβηξε αργά τις ροές. Το πτώμα έπεσε βαρύ στο πάτωμα. Το πτώμα. Ο Ραντ έγειρε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε άγρια, σαν Τρόλοκ. Διχάλες φωτιάς καψάλισαν τους τοίχους και το ταβάνι, καθώς ξεσπούσε με σύγχυση και πόνο.

Χαλάρωσε και άφησε το σαϊντίν, το έδιωξε· ήταν σαν έσπρωχνε αγκωνάρι, σαν να έδιωχνε τη ζωή. Η δύναμη του κορμιού του χάθηκε μαζί με τη Δύναμη. Το μίασμα έμεινε, όμως, ένα στίγμα που τον πλάκωνε με σκοτάδι. Αναγκάστηκε να στηρίξει το Καλαντόρ στα πλακάκια του πατώματος και να γείρει πάνω του για να μη σωριαστεί.

«Οι άλλοι». Δυσκολευόταν να μιλήσει· πονούσε ο λαιμός του. «Η Ηλαίην, ο Πέριν, οι υπόλοιποι; Άργησα και γι' αυτούς;»

«Δεν άργησες», είπε γαλήνια η Μουαραίν. Εντούτοις, δεν τον είχε πλησιάσει άλλο κι ο Λαν φαινόταν έτοιμος να χιμήξει ανάμεσα στη Μουαραίν και τον Ραντ. «Δεν πρέπει να —»

«Είναι ακόμα ζωντανοί;» φώναξε ο Ραντ.

«Είναι», τον διαβεβαίωσε.

Αυτός ένευσε, κατάκοπος, ανακουφισμένος. Προσπάθησε να μην κοιτάξει το πτώμα της κοπελίτσας. Καθόταν και περίμενε τρεις μέρες τώρα για να χαρεί μερικά κλεμμένα φιλιά. Αν είχε κάνει την κίνηση του πριν από τρεις μέρες... Αλλά είχε μάθει πράγματα αυτές τις τρεις μέρες, πράγματα που ίσως μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει, αν τα ξεδιάλυνε στο μυαλό του. Αν. Τουλάχιστον δεν είχε αργήσει να βοηθήσει τους φίλους του. Γι’ αυτούς δεν είχε αργήσει. «Πώς μπήκαν μέσα οι Τρόλοκ; Δεν φαντάζομαι να σκαρφάλωσαν τα τείχη σαν Αελίτες, με τον ήλιο ακόμα να λάμπει. Λάμπει ακόμα;» Κούνησε το κεφάλι για να διαλύσει την αχλύ. «Δεν έχει σημασία. Οι Τρόλοκ. Πώς;»

Του απάντησε ο Λαν. «Οκτώ μεγάλες φορτηγίδες με σιτηρά έδεσαν στις αποβάθρες τις Πέτρας αργά σήμερα το απόγευμα. Απ' ό,τι φαίνεται, κανενός δεν του έκοψε να ρωτήσει γιατί αυτές οι βαρυφορτωμένες φορτηγίδες κατεβαίνουν το ποτάμι» —η φωνή του έσταζε περιφρόνηση― «γιατί έπιασαν στην Πέτρα και γιατί τα πληρώματά τους άφησαν τις καταπακτές κλειστές σχεδόν ως το ηλιοβασίλεμα. Επίσης, έφτασε ένα καραβάνι με τριάντα άμαξες —πριν από δύο ώρες― που υποτίθεται ότι μετέφεραν από την εξοχή τα πράγματα κάποιου ευγενή, που επέστρεφε στην Πέτρα. Όταν τράβηξαν τους μουσαμάδες, αποκαλύφθηκε ότι κι αυτές ήταν γεμάτες Ημιανθρώπους και Τρόλοκ. Αν ήρθαν και με άλλο τρόπο, δεν το ξέρω, προς το παρόν».

Ο Ραντ ένευσε πάλι και από το μόχθο της κίνησης λύγισαν τα γόνατά του. Ξαφνικά ο Λαν βρέθηκε δίπλα του και τον στήριξε, φέρνοντας το χέρι του Ραντ στους ώμους του. Η Μουαραίν έπιασε με τα δύο χέρια το πρόσωπο του Ραντ. Μια παγωνιά τον διέτρεξε, όχι το εκρηκτικό κρύο της πλήρους Θεραπείας, αλλά μια παγωνιά που στο διάβα της έδιωχνε την κούραση. Σχεδόν όλη την κούραση. Ένας σπόρος παρέμενε, σαν να είχε δουλέψει όλη τη μέρα σκαλίζοντας ταμπάκ. Άφησε τον Λαν, δεν χρειαζόταν πια να στηριχτεί. Ο Πρόμαχος τον κοίταζε επιφυλακτικά, επειδή ήθελε να δει αν όντως μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, ή ίσως επειδή δεν ήξερε πόσο επικίνδυνος ήταν ο Ραντ, αν είχε σώας τας φρένας.

«Άφησα λίγη κούραση σκοπίμως», του είπε η Μουαραίν. «Πρέπει να κοιμηθείς απόψε».

Να κοιμηθεί. Είχε τόσα να κάνει, δεν ήθελε να κοιμηθεί. Όμως ένευσε ξανά. Δεν ήθελε να του γίνει τσιμπούρι η Μουαραίν. «Ήταν εδώ η Λανφίαρ. Δεν είναι δικό της έργο. Έτσι είπε και την πιστεύω. Δεν φαίνεσαι ξαφνιασμένη, Μουαραίν», είπε τελικά. Άραγε θα την ξάφνιαζε η προσφορά της Λανφίαρ; Θα την ξάφνιαζε οτιδήποτε; «Ήταν εδώ η Λανφίαρ και μίλησα μαζί της. Δεν προσπάθησε να με σκοτώσει και δεν προσπάθησα να τη σκοτώσω. Και δεν σε βλέπω να ξαφνιάζεσαι».

«Αμφιβάλλω αν μπορείς να τη σκοτώσεις. Ακόμα». Έριξε μια ματιά στο Καλαντόρ, ένα ανεπαίσθητο παίξιμο των ματιών. «Έτσι χωρίς βοήθεια. Κι αμφιβάλλω αν θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει αυτή. Ακόμα. Λίγα ξέρουμε για τους Αποδιωγμένους, και λιγότερα απ' όλους για τη Λανφίαρ, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι αγαπούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δεν κινδυνεύεις απ' αυτήν —υπάρχουν πολλά που μπορεί να σου κάνει, ακόμα κι αν δεν σε σκοτώσει― αλλά νομίζω ότι δεν θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει, όσο νομίζει ότι θα μπορέσει να ξανακερδίσει τον Λουζ Θέριν».

Η Λανφίαρ τον ήθελε ― η Κόρη της Νυκτός, την οποία χρησιμοποιούσαν οι μανάδες, που δεν πίστευαν και τόσο στην ύπαρξή της, για να φοβίσουν τα παιδιά. Αυτόν, πάντως, τον φόβιζε η Λανφίαρ. Ήταν για γέλια όλα αυτά. Πάντα ένιωθε ένοχος όταν κοίταζε μια γυναίκα άλλη, εκτός από την Εγκουέν, και η Εγκουέν δεν τον ήθελε, αλλά η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ ζητούσε τα φιλιά του και μια Αποδιωγμένη ισχυριζόταν ότι τον αγαπούσε. Ήταν σχεδόν για γέλια. Η Λανφίαρ έμοιαζε να ζηλεύει την Ηλαίην· ανίκανη ξεπλυμένη την είχε αποκαλέσει. Τρέλα. Τρέλα παντού.