Выбрать главу

«Αύριο». Ξεκίνησε να φύγει.

«Αύριο;» είπε η Μουαραίν.

«Αύριο θα σου πω τι θα κάνω». Ένα μέρος αυτών που θα έκανε. Του ήρθε να γελάσει, όταν σκέφτηκε τι έκφραση θα έπαιρνε το πρόσωπο της Μουαραίν έτσι και της τα έλεγε όλα. Αν τα ήξερε όλα κι ο ίδιος. Η Λανφίαρ του είχε προσφέρει το κομμάτι που έλειπε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Αλλο ένα βήμα απόψε. Το χέρι που κρατούσε το Καλαντόρ στο πλευρό του τρεμούλιασε. Με αυτό μπορούσε να κάνει τα πάντα. Ακόμα δεν τρελάθηκα. Ακόμα δεν τρελάθηκα αρκετά για να κάνω κάτι τέτοιο. «Αύριο. Καλή νύχτα να έχουμε όλοι, Φωτός θέλοντος». Αύριο θα πετούσε ένα διαφορετικό κεραυνό. Έναν άλλο κεραυνό, που ίσως να έσωζε τον Ραντ. Ή να τον σκότωνε. Ακόμα δεν είχε τρελαθεί.

11

Αυτό Που Κρύβεται

Φορώντας τη νυχτικιά της, η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το πέτρινο δαχτυλίδι πλάι σε ένα ανοιγμένο βιβλίο, στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της. Ριγωτό και πιτσιλωτό με καφέ, κόκκινα και γαλάζια χρώματα, ήταν κάπως μεγάλο για δαχτυλίδι, ενώ το σχήμα του ήταν λάθος, πεπλατυσμένο και στρεβλωμένο, έτσι ώστε αν κάποιος διέτρεχε με το ακροδάχτυλο την πλευρά του, θα περνούσε από μέσα κι απ' έξω, ξαναγυρνώντας εκεί που είχε ξεκινήσει. Υπήρχε μόνο μια πλευρά, όσο απίθανο κι αν φαινόταν. Παρ' όλο που θα αποτύγχανε χωρίς αυτό, το άφηνε εκεί επειδή ήθελε να αποτύχει. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να δοκιμάσει χωρίς το δαχτυλίδι, αλλιώς θα ήταν σαν να έβρεχε τα πόδια της ενώ ονειρευόταν να κολυμπήσει. Θα μπορούσε να δοκιμάσει τώρα. Αυτός ήταν ο λόγος. Αυτός.

Το χοντρό, δερματόδετο βιβλίο είχε τίτλο Ένα Ταξίδι στο Τάραμπον και το είχε γράψει ο Γιούριαν Ρομάβνι από το Κάντορ ― πριν από πενήντα τρία χρόνια, σύμφωνα με τη χρονολογία που έδινε ο συγγραφέας στην πρώτη αράδα, όμως τίποτα το σημαντικό δεν θα είχε αλλάξει στο Τάντσικο σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Εκτός αυτού, ήταν ο μόνος τόμος που είχε βρει να έχει χρήσιμα σχέδια. Τα περισσότερα βιβλία είχαν μόνο πορτραίτα βασιλιάδων ή ευφάνταστες απεικονίσεις μαχών από ανθρώπους που δεν τις είχαν δει.

Το σκοτάδι γέμιζε τα πλαίσια των δύο παραθύρων, όμως το φως από τις λάμπες έφτανε και περίσσευε. Ένα ψηλό μελισσοκέρι καιγόταν σε ένα επίχρυσο κηροπήγιο στο τραπεζάκι. Είχε πάει να το φέρει μόνη της· δεν ήταν βραδιά απόψε για να στείλει καμαριέρα να της φέρει ένα κερί. Οι περισσότεροι υπηρέτες φρόντιζαν τους τραυματίες, έκλαιγαν τους αγαπημένους τους ή χρειάζονταν οι ίδιοι φροντίδα. Ήταν τόσο πολλοί, που δεν γινόταν να Θεραπευτούν όλοι, παρά μόνο όσοι θα πέθαιναν χωρίς αυτό.

Η Ηλαίην και η Νυνάβε περίμεναν, έχοντας τραβήξει δυο καρέκλες με ψηλή ράχη δεξιά κι αριστερά από το πλατύ κρεβάτι με τούς ψηλούς, σκαλιστούς στύλους· προσπαθούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Η Ηλαίην είχε κατορθώσει να πάρει μια σχετικά πετυχημένη έκφραση αταραξίας, που την υπέσκαπτε όμως το γεγονός ότι κατσούφιαζε και δάγκωνε το χείλος της, όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε η Εγκουέν. Η Νυνάβε ήταν όλο φούρια κι αυτοπεποίθηση, με τρόπο που σε έκανε να νιώθεις ανακούφιση όταν ήσουν άρρωστος και σε σκέπαζε στο κρεβάτι σου, αλλά η Εγκουέν καταλάβαινε το βλέμμα της· έλεγε ότι η Νυνάβε φοβόταν.

Η Αβιέντα καθόταν σταυροπόδι πλάι στην πόρτα. Τα καφετιά και γκρίζα ρούχα της έκαναν μεγάλη αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο του χαλιού. Αυτή τη φορά, η Αελίτισσα είχε το μακρύ μαχαίρι στη μια μεριά της ζώνης της, μια γεμάτη φαρέτρα στην άλλη και τέσσερα κοντά δόρατα στα γόνατα. Είχε πρόχειρη τη μικρή, στρογγυλή ασπίδα της με την επένδυση από τομάρι ζώου, πάνω σε ένα κεράτινο τόξο, που ήταν μέσα σε μια θήκη από κατεργασμένο δέρμα, με λουριά για να το φορά στη ράχη. Μετά τα αποψινά, η Εγκουέν δεν την κατηγορούσε που κυκλοφορούσε οπλισμένη. Θα ήθελε και η ίδια να έχει ένα αστροπελέκι, έτοιμο να το πετάξει.

Φως μου, τι ήταν αυτό που έκανε ο Ραντ; Που να καεί, τον φοβήθηκα όσο και τους Ξέθωρους. Μπορεί και παραπάνω. Δεν είναι δίκαιο που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ενώ εγώ δεν μπορώ ούτε τις ροές να δω.

Ανέβηκε στο κρεβάτι και πήρε το δερματόδετο βιβλίο στα γόνατα, κοιτώντας συνοφρυωμένη την γκραβούρα ενός χάρτη του Τάντσικο. Στην πραγματικότητα, δεν έδειχνε και τόσο χρήσιμα σημεία. Δώδεκα φρούρια που περιέβαλλαν το λιμάνι, φυλώντας την πόλη στις τρεις λοφώδεις χερσονήσους της, τη Βεράνα στα ανατολικά, τη Μασέτα στο κέντρο και την Καλπίν, που ήταν η κοντινότερη στη θάλασσα. Υπήρχαν αρκετές μεγάλες πλατείες, μερικές ανοιχτές περιοχές, που έμοιαζαν να είναι πάρκα, καθώς και ένας αριθμός μνημείων για βασιλιάδες που είχαν επιστρέψει από καιρό στο χώμα. Όλα άχρηστα. Μερικά παλάτια και κάποια πράγματα παράξενα. Ο Μεγάλος Κύκλος, για παράδειγμα, στην Καλπίν. Στο χάρτη ήταν απλώς ένας δακτύλιος, αλλά ο αφέντης Ρομάβνι τον περιέγραφε ως έναν πελώριο τόπο συγκεντρώσεων, όπου μαζεύονταν χιλιάδες για να παρακολουθήσουν ιπποδρομίες ή επιδείξεις βεγγαλικών των Φωτοδοτών. Υπήρχε επίσης ένας Κύκλος του Βασιλιά, στη Μασέτα, μεγαλύτερος από το Μεγάλο Κύκλο, καθώς και ο Κύκλος της Πανάρχισσας, στη Βεράνα, που ήταν λιγάκι μικρότερος. Σημειωνόταν επίσης ο Τοπικός Οίκος της Συντεχνίας των Φωτοδοτών. Όλα ήταν άχρηστα. Ούτε το κείμενο, πάντως, είχε τίποτα χρήσιμο.