Στο θύλακο της Εγκουέν υπήρχε ένας κατάλογος με τα τερ'ανγκριάλ που είχαν κλαπεί από τις γυναίκες του Μαύρου Άτζα όταν είχαν διαφύγει από τον Πύργο, τα περισσότερα αρκετά μικρά ώστε να χωρούν σε μια τσέπη. Και οι τρεις τους είχαν ένα αντίγραφό του. Δεκατρία από τα κλεμμένα τερ'ανγκριάλ είχαν τη σημείωση «δεν υπάρχει γνωστή χρησιμότητα» και «έχουν μελετηθεί πρόσφατα από την Κοριάνιν Νεντέαλ». Αλλά αν η Κοριάνιν Σεντάι στ' αλήθεια δεν είχε ανακαλύψει με τι τρόπους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, η Εγκουέν ήταν σίγουρη για έναν απ' αυτούς. Πρόσφεραν είσοδο στον Τελ'αράν'ριοντ· ίσως όχι τόσο εύκολα όσο το πέτρινο δαχτυλίδι και ίσως όχι χωρίς να διαβιβάσεις, αλλά αυτό έκαναν.
Δύο απ' αυτά τα είχαν ανακτήσει από την Τζόγια και την Αμίκο: ένα σιδερένιο δίσκο πλάτους οκτώ πόντων, με ένα σφιχτό, σπειροειδές σχέδιο στις δύο πλευρές, και μια πλάκα όχι μακρύτερη από την παλάμη της, που έμοιαζε φτιαγμένη από καθαρό κεχριμπάρι αλλά ήταν αρκετά σκληρή για να χαράξει ατσάλι, στη μέση της οποίας είχε με κάποιον τρόπο σκαλισμένη μια κοιμισμένη γυναίκα. Η Αμίκο είχε μιλήσει χωρίς δισταγμούς γι’ αυτά, το ίδιο και η Τζόγια, έπειτα από μια κατά μόνας συνάντηση στο κελί της με τη Μουαραίν, η οποία είχε αφήσει τη Σκοτεινόφιλη χλωμή και σχεδόν ευγενική. Αν κάποιος διαβίβαζε μια ροή πνεύματος σε οποιοδήποτε απ' αυτά τα τερ'ανγκριάλ, θα τον αποκοίμιζαν και θα τον πήγαιναν στον Τελ'αράν'ριοντ. Η Ηλαίην είχε δοκιμάσει για λίγο και τα δύο, και είχαν δουλέψει, αν και το μόνο που είχε δει ήταν το εσωτερικό της Πέτρας και το Βασιλικό Παλάτι της Μοργκέις στο Κάεμλυν.
Η Εγκουέν δεν ήθελε να το δοκιμάσει η Ηλαίην, όσο σύντομη κι αν ήταν η επίσκεψη, όχι όμως λόγω ζήλιας. Όμως δεν είχε καταφέρει να υποστηρίξει αποτελεσματικά την άποψη της, επειδή φοβόταν ότι η Ηλαίην και η Νυνάβε θα διέκριναν αυτό που έκρυβε η φωνή της.
Δύο ανακτηθέντα τερ'ανγκριάλ σήμαινε ότι το Μαύρο Άτζα είχε ακόμα έντεκα. Αυτό προσπαθούσε να πει η Εγκουέν. Έντεκα τερ'ανγκριάλ, που μπορούσαν να πάνε μια γυναίκα στον Τελ'αράν'ριοντ, όλα στα χέρια του Μαύρου Άτζα. Όταν η Ηλαίην έκανε τα σύντομα ταξίδια της στον Αθέατο Κόσμο, θα μπορούσε να είχε βρει το Μαύρο Άτζα να την περιμένει, ή να είχε πέσω πάνω τους πριν καταλάβει ότι ήταν εκεί. Η σκέψη έκανε το στομάχι της Εγκουέν να γυρίζει. Μπορεί να την περίμεναν τώρα εκεί. Αυτό, όμως, δεν ήταν πιθανό· δεν ήταν κάτι που θα γινόταν σκοπίμως —πού ήξεραν ότι θα πήγαινε;― αλλά μπορεί να βρίσκονταν εκεί όταν περνούσε. Μπορούσε να τα βάλει με μία τους, εκτός αν η άλλη την αιφνιδίαζε, αλλά δεν θα άφηνε να συμβεί αυτό. Αλλά αν την αιφνιδίαζαν; Δυο ή τρεις μαζί; Η Λίαντριν και η Ριάνα, η Τσέσμαλ Έμρυ και η Τζιν Κάιντε, και όλες μαζί μονομιάς;
Κοιτώντας συνοφρυωμένη το χάρτη, χαλάρωσε τις γροθιές της, που είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο. Η αποψινή βραδιά είχε τονίσει πόσο επείγοντα ήταν όλα. Αφού οι Σκιογέννητοι μπορούσαν να επιτεθούν στην Πέτρα, αφού μια Αποδιωγμένη μπορούσε να εμφανιστεί ξαφνικά ανάμεσά τους, η Εγκουέν δεν μπορούσε να παραδοθεί στο φόβο, Έπρεπε να ξέρουν τι να κάνουν. Έπρεπε να έχουν κάτι παραπάνω από την αόριστη ιστορία της Αμίκο. Κάτι. Μακάρι να μπορούσε να μάθει που βρισκόταν ο Μάζριμ Τάιμ καθώς ταξίδευε μέσα στο κλουβί του προς την Ταρ Βάλον, ή να μπορούσε να γλιστρήσει μέσα στα όνειρα της Άμερλιν και να της μιλήσει. Ίσως αυτά να μπορούσε να τα κάνει μια Ονειρεύτρια. Αν ναι, δεν ήξερε πώς. Η μόνη αφετηρία ήταν το Τάντσικο.
«Πρέπει να πάω μόνη, Αβιέντα. Πρέπει». Της φάνηκε ότι η φωνή της ήταν γαλήνια και αταλάντευτη, αλλά η Ηλαίην την άγγιξε στον ώμο.
Η Εγκουέν δεν ήξερε γιατί μελετούσε τόσο σχολαστικά το χάρτη. Ήδη τον είχε χαράξει στο νου της, κάθε πράγμα ξεχωριστά σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ό,τι υπήρχε σ' αυτό τον κόσμο, υπήρχε και στον Κόσμο των Ονείρων, και φυσικά μερικές φορές σε περισσότερους. Είχε επιλέξει τον προορισμό της. Φυλλομέτρησε το βιβλίο και σταμάτησε στη μόνη γκραβούρα που έδειχνε το εσωτερικό ενός κτιρίου που αναφερόταν στο χάρτη, το Παλάτι της Πανάρχισσας. Δεν θα είχε νόημα να βρεθεί μέσα σε μια αίθουσα, αν δεν ήξερε πού βρισκόταν στην πόλη. Μπορεί τίποτα απ' αυτά να μην είχε νόημα. Έδιωξε τη σκέψη από το νου της. Έπρεπε να πιστέψει ότι υπήρχε μια πιθανότητα.
Η γκραβούρα έδειχνε ένα μεγάλο δωμάτιο με ψηλό ταβάνι. Υπήρχε ένα σκοινί, απλωμένο σε στύλους που έφταναν ως τη μέση, το οποίο εμπόδιζε τον κόσμο να πλησιάσει κοντά στα εκθέματα, που φιλοξενούνταν σε στηρίγματα και ανοιχτά ράφια κατά μήκος των τοίχων. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα περισσότερα εκθέματα, με εξαίρεση εκείνο που στεκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο καλλιτέχνης είχε κοπιάσει για να απεικονίσει τον ογκώδη σκελετό που βρισκόταν εκεί, λες και το υπόλοιπο πλάσμα είχε εξαφανιστεί μόλις εκείνη τη στιγμή. Είχε τέσσερα χοντρά κόκαλα για πόδια, κατά τα άλλα, όμως, δεν έμοιαζε με κανένα από τα ζώα που είχε δει ποτέ της η Εγκουέν. Κατ' αρχάς είχε ύψος το λιγότερο δύο απλωσιές, διπλάσιο και παραπάνω απ' το δικό της. Το στρογγυλό κρανίο, που βρισκόταν χαμηλά, ανάμεσα σε ώμους που έμοιαζαν με ταύρου, φαινόταν τόσο μεγάλο, που ένα παιδί χωρούσε να σκαρφαλώσει μέσα, ενώ στην εικόνα έμοιαζε να έχει τέσσερις κόγχες ματιών. Ο σκελετός έκανε την αίθουσα να ξεχωρίζει· δεν μπορούσες να την περάσεις για καμία άλλη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Ο Γιούριαν Ρομάβνι δεν είχε αναφέρει στις σελίδες του βιβλίου του αν ήξερε το όνομα του ζώου.