«Τι θα πει πανάρχισσα τελικά;» ρώτησε η Εγκουέν αφήνοντας το βιβλίο κατά μέρος. Δέκα φορές είχε μελετήσει την εικόνα. «Όλοι αυτοί οι συγγραφείς νομίζουν ότι το ξέρουμε».
«Η Πανάρχισσα του Τάντσικο είναι ίση με το βασιλιά στην εξουσία της», απάγγειλε η Ηλαίην. «Αυτή είναι υπεύθυνη για τη συλλογή των φόρων, των δασμών και των τελών· αυτός για να δαπανηθούν σωστά. Αυτή ελέγχει την Πολιτοφυλακή και τα δικαστήρια, με εξαίρεση το Ανώτατο Δικαστήριο, που είναι του βασιλιά. Ο στρατός είναι δικός του, φυσικά, με εξαίρεση τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας. Αυτή —»
«Άσε, έτσι ρώτησα», αναστέναξε η Εγκουέν. Ήθελε απλώς να πει μια κουβέντα, να καθυστερήσει μερικές στιγμές ακόμα αυτό που επρόκειτο να κάνει. Το κερί καιγόταν και χαμήλωνε· σπαταλούσε πολύτιμα λεπτά. Ήξερε πώς να βγει από το όνειρο όποτε ήθελε, πώς να ξυπνήσει μόνη της, αλλά ο χρόνος περνούσε αλλιώτικα στον Κόσμο των Ονείρων και ήταν εύκολο να ξεχαστεί. «Αμέσως μόλις φτάσει το σημάδι», είπε και η Ηλαίην με τη Νυνάβε μουρμούρισαν καθησυχαστικά.
Έγειρε πίσω, στα πουπουλένια μαξιλάρια της, και στην αρχή απλώς κοίταζε το ταβάνι, όπου ήταν ζωγραφισμένος ένας γαλάζιος ουρανός με σύννεφα και χελιδόνια. Κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε.
Τα περισσότερο όνειρά της τον τελευταίο καιρό ήταν αρκετά άσχημα. Με τον Ραντ φυσικά. Ο Ραντ ήταν ψηλός, σαν βουνό, βάδιζε πάνω σε πόλεις, σύντριβε κτίρια κάτω από τα πόδια του, ενώ άνθρωποι που ούρλιαζαν, μικροί σαν μυρμήγκια, έτρεχαν να του ξεφύγουν. Ο Ραντ ήταν αλυσοδεμένος και ούρλιαζε. Ο Ραντ έφτιαχνε ένα ψηλό τείχος, που στη μια μεριά ήταν αυτός και στην άλλη αυτή ― αυτή, η Ηλαίην και άλλες, που δεν τις διέκρινε. «Πρέπει να γίνει», έλεγε στοιβάζοντας πέτρες. «Δεν θα σου επιτρέψω να με σταματήσεις τώρα». Δεν ήταν όλοι οι εφιάλτες μ' αυτόν. Η Εγκουέν ονειρευόταν Αελίτες να πολεμούν ο ένας τον άλλο, να αλληλοσκοτώνονται, ακόμα και να πετούν τα όπλα και να το βάζουν στα πόδια, σαν να είχαν τρελαθεί. Τον Ματ να παλεύει με μια Σωντσάν, που τον είχε δέσει μ' ένα αόρατο λουρί. Ένα λύκο —όμως ήταν σίγουρη ότι ήταν ο Πέριν― να πολεμά μ' έναν άντρα του οποίου το πρόσωπο άλλαζε. Τον Γκάλαντ να βάζει τα λευκά, σαν να φορούσε το σάβανό του, και τον Γκάγουιν με βλέμμα όλο πόνο και μίσος. Αυτά ήταν τα σαφή όνειρα, εκείνα που ήξερε ότι σήμαιναν κάτι. Ήταν φρικτά και δεν ήξερε τι σήμαινε κανένα τους. Πώς είχε βρει την τόλμη να πιστέψει ότι θα ανακάλυπτε νόημα ή ίχνη στον Τελ'αράν'ριοντ; Αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Καμία άλλη επιλογή εκτός από την άγνοια, και αυτό δεν μπορούσε να το επιλέξει.
Παρά την αγωνία της, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αποκοιμηθεί· ήταν κατάκοπη. Αρκεσε να κλείσει τα μάτια και να πάρει βαθιές, στρωτές ανάσες. Συγκράτησε στις σκέψεις της την αίθουσα στο Παλάτι της Πανάρχισσας και τον πελώριο σκελετό. Βαθιές, στρωτές ανάσες. Θυμόταν τι αίσθηση της έδινε η χρήση του πέτρινου δαχτυλιδιού, το βήμα στον Τελ'αράν'ριοντ. Βαθιές, στρωτές ανάσες.
Η Εγκουέν οπισθοχώρησε με μια κοφτή κραυγή και έφερε το χέρι στο λαιμό της. Από τόσο κοντά, ο σκελετός φαινόταν ακόμα μεγαλύτερος απ' όσο φανταζόταν, με κόκαλα ξασπρισμένα, θαμπά και ξερά. Στεκόταν ακριβώς μπροστά του, μέσα από το σκοινί ― ένα λευκό σκοινί, χοντρό σαν τον καρπό της, που έμοιαζε μεταξωτό. Δεν είχε αμφιβολία ότι εδώ ήταν ο Τελ'αράν'ριοντ. Οι λεπτομέρειες ήταν άψογες, όσο και στην πραγματικότητα, ακόμα και για πράγματα που έβλεπε με την άκρη του ματιού της. Το γεγονός ότι είχε επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα σ' αυτό και σ' ένα συνηθισμένο όνειρο, της έλεγε πού βρισκόταν. Εκτός αυτού, ένιωθε ότι ήταν... σωστό.
Άνοιξε τον εαυτό της στο σαϊντάρ. Μια αμυχή που θα πάθαινε στο δάχτυλο εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, θα υπήρχε ακόμα όταν ξυπνούσε· δεν θα ξυπνούσε από ένα θανατηφόρο πλήγμα με τη Δύναμη, ή έστω με ένα σπαθί ή ένα ρόπαλο. Δεν σκόπευε να μείνει ευάλωτη ούτε στιγμή.