Αντί για τη νυχτικιά της, φορούσε κάτι που έμοιαζε πολύ με την Αελίτικη αμφίεση της Αβιέντα, αλλά με κόκκινο, μπροκάρ μετάξι· ακόμα και οι εύκαμπτες μπότες της, με κορδόνια ως το γόνατο, ήταν από μαλακό, κόκκινο δέρμα, που θα έκανε και για γάντια, με χρυσές ραφές και κορδόνια. Γέλασε χαμηλόφωνα. Τα ρούχα στον Τελ'αράν'ριοντ ήταν ό,τι ήθελες να είναι. Απ' ό,τι φαινόταν, ένα μέρος του μυαλού της ήθελε να είναι έτοιμη να κινηθεί γοργά, ενώ ένα άλλο ήθελε να είναι έτοιμη για χορό. Δεν ήταν κατάλληλα. Το κόκκινο ξεθώριασε κι έγινε γκρι και καφέ· το σακάκι, το φαρδύ παντελόνι και οι μπότες έγιναν ακριβή αντίγραφα των ρούχων που φορούσαν οι Κόρες. Ούτε κι αυτά ήταν καλύτερα, όταν ήσουν μέσα σε πόλη. Ξαφνικά, βρέθηκε μέσα σε ένα αντίγραφο των φορεμάτων που έβαζε πάντα η Φάιλε, σκούρα, με στενή, σχιστή φούστα, μακριά μανίκια και ψηλό, στενό μπούστο. Χαζομάρα να ανησυχώ γι αυτό. Κανένας δεν θα με δει παρά μόνο στα όνειρά του και ελάχιστα συνηθισμένα όνειρα φτάνουν εδώ. Δεν θα άλλαζε τίποτα και γυμνή να ήμουν.
Για μια στιγμή ήταν γυμνή. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από ντροπή· δεν ήταν κανείς εκεί να τη δει ξεγυμνωμένη, όπως στο μπάνιο της, πριν ξαναφέρει βιαστικά το σκούρο φόρεμα, αλλά έπρεπε να θυμάται ότι οι αμέριμνες σκέψεις μπορούσαν να επηρεάσουν πράγματα εδώ, ειδικά όταν αγκάλιαζε τη Δύναμη. Η Ηλαίην και η Νυνάβε πίστευαν ότι η Εγκουέν είχε πολλές γνώσεις. Ήξερε κάτι λίγα από τους κανόνες του Αθέατου Κόσμου και ήξερε ότι υπήρχαν άλλοι εκατό ή χίλιοι για τους οποίους είχε άγνοια. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να τους μάθει, αν ήθελε να γίνει η πρώτη Ονειρεύτρια του Πύργου, μετά την Κοριάνιν.
Κοίταξε πιο προσεκτικά το τεράστιο κρανίο. Είχε μεγαλώσει σε χωριό και ήξερε με τι μοιάζουν τα κόκαλα των ζώων. Τελικά δεν ήταν τέσσερις οι κόγχες των ματιών. Οι δύο έμοιαζαν να είναι κάτι σαν χαυλιόδοντες, δεξιά κι αριστερά από κει που ήταν κάποτε η μύτη του. Ίσως να ήταν κάποιο είδος τερατώδους αγριόχοιρου, αν και δεν έμοιαζε με κανένα καύκαλο γουρουνιού που είχε δει ποτέ. Έδινε όμως μια αίσθηση ηλικίας· μεγάλης ηλικίας.
Με τη Δύναμη μέσα της, εδώ μπορούσε να νιώθει τέτοια πράγματα. Φυσικά, τη συνόδευε και η συνηθισμένη όξυνση των αισθήσεων. Ένιωθε μικρά ραγίσματα στα επίχρυσα, γύψινα στολίσματα που κάλυπταν το ταβάνι τριάντα μέτρα ψηλότερα, καθώς και τη λεία, γυαλισμένη επιφάνεια του πατώματος από άσπρη πέτρα. Μικροσκοπικές ραγισματιές απλώνονταν και στα πλακάκια του πατώματος, αόρατες στο μάτι.
Η αίθουσα ήταν πελώρια, με μήκος που έφτανε περίπου τις διακόσιες απλωσιές και πλάτος σχεδόν το μισό, με σειρές από λεπτές, λευκές κολώνες και εκείνο το σκοινί την κύκλωνε ολόκληρη, με εξαίρεση τα σημεία όπου υπήρχαν πόρτες με δίκορφες αψίδες. Υπήρχαν κι άλλα σκοινιά, που περικύκλωναν τα γυαλισμένα, ξύλινα υποστηρίγματα και τα ράφια, όπου ήταν τοποθετημένα κι άλλα εκθέματα. Ψηλά, κάτω από το ταβάνι, μικρά σκαλίσματα σχημάτιζαν ένα πολύπλοκο μοτίβο και τρυπούσαν τους τοίχους, αφήνοντας το φως να χύνεται άπλετο. Όπως φαινόταν, είχε ονειρευτεί τον εαυτό της στο Τάντσικο μέρα.
«Μια λαμπρή επίδειξη τεχνουργημάτων από περασμένες Εποχές, από την Εποχή των Θρύλων και Εποχές παλαιότερες, ανοιχτή σε όλους, ακόμα και στους κοινούς θνητούς, τρεις μέρες το μήνα, καθώς και τις γιορτές», είχε γράψει ο Γιούριαν Ρομάβνι. Είχε εξυμνήσει την ανεκτίμητη συλλογή των μορφών από κουεντιγιάρ, έξι τον αριθμό, που βρισκόταν σε μια γυάλινη θήκη στο κέντρο της αίθουσας, την οποία παρακολουθούσαν αδιαλείπτως τέσσερις προσωπικοί φρουροί της Πανάρχισσας, όταν επιτρεπόταν η είσοδος στον κόσμο, και είχε αφιερώσει δύο σελίδες στα οστά των μυθικών θηρίων που «ανθρώπινα μάτια δεν τα είχαν δει ποτέ». Η Εγκουέν έβλεπε μερικά απ' αυτά. Στη μια πλευρά της αίθουσας βρισκόταν ο σκελετός ενός ζώου που έμοιαζε κάπως με αρκούδα, αν υπήρχαν αρκούδες με τα δύο μπροστινά δόντια μακριά όσο ο πήχης της, ενώ στην αντικρινή πλευρά ήταν τα κόκαλα από κάποιο λιγνό, τετράποδο θηρίο με λαιμό τόσο μακρύ, που το κρανίο έφτανε σχεδόν στη μέση της αίθουσας. Πιο πέρα υπήρχαν κι άλλα τέτοια ανά διαστήματα στους τοίχους της αίθουσας, εξίσου αφάνταστα. Όλα έδιναν μια αίσθηση τέτοιας παλαιότητας, που η Πέτρα του Δακρύου φάνταζε νεόκτιστη. Η Εγκουέν έσκυψε, πέρασε κάτω από το σκοινί και προχώρησε παρακάτω στην αίθουσα, κοιτάζοντας ολόγυρα.
Μια φαγωμένη από τον καιρό μορφή γυναίκας, που έμοιαζε γυμνή αλλά ήταν τυλιγμένη με μαλλιά που έφταναν ως τους αστραγάλους της, εξωτερικά δεν έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες, που μοιράζονταν τη θήκη της, και καμία δεν ήταν μεγαλύτερη από την παλάμη της Εγκουέν. Αλλά η μορφή έδινε μια μαλακή, ζεστή εντύπωση, την οποία αναγνώριζε. Ήταν ανγκριάλ, ένιωθε σίγουρη γι' αυτό· αναρωτήθηκε γιατί ο Πύργος δεν είχε καταφέρει να το πάρει από την Πανάρχισσα. Ένα καλοδουλεμένο περιλαίμιο και δύο βραχιόλια από μουντό μαύρο μέταλλο, μόνα τους σε ένα αναλόγιο, την έκαναν να ανατριχιάσει· ένιωσε να συνδέονται με σκοτάδι και πόνο ― παλιό πόνο, δυνατό. Ένα ασημί πράγμα σε ένα άλλο ράφι, όμοιο με τριάκτινο άστρο μέσα σε κύκλο, ήταν κατασκευασμένο από μια ουσία που της ήταν παντελώς άγνωστη· ήταν μαλακότερο από μέταλλο, γδαρμένο και τριμμένο, αλλά ήταν ακόμα παλαιότερο κι από τα αρχαία κόκαλα. Από απόσταση δέκα βημάτων ένιωθε την αλαζονεία και τη ματαιοδοξία.