Выбрать главу

Κάτι απ' αυτά το έβρισκε γνώριμο, αν και δεν ήξερε γιατί. Χωμένο στο βάθος ενός ραφιού, σαν αυτός που το είχε τοποθετήσει εκεί να μην ήξερε αν άξιζε να εκτεθεί, βρισκόταν το πάνω μισό μιας σπασμένης μορφής, που ήταν σκαλισμένη σε αστραφτερή, λευκή πέτρα: μια γυναίκα, που κρατούσε μια κρυστάλλινη σφαίρα στο υψωμένο χέρι της, με πρόσωπο γαλήνιο και αξιοπρεπές, όλο σοφία και κύρος. Αν ήταν ολόκληρο, θα έφτανε περίπου τα τριάντα εκατοστά. Γιατί όμως της φαινόταν τόσο γνώριμο; Η γυναίκα σχεδόν έμοιαζε να ζητά από την Εγκουέν να τη σηκώσει από το ράφι.

Όταν τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω από το σπασμένο αγαλματίδιο, μόνο τότε συνειδητοποίησε η Εγκουέν ότι είχε δρασκελίσει το σκοινί. Τι χαζομάρα, τη στιγμή που δεν ξέρω καν τι είναι, σκέφτηκε, αλλά ήταν αργά.

Όταν έπιασε το αγαλματίδιο στο χέρι της, η Δύναμη κύλησε μέσα της, ύστερα στη σπασμένη μορφή, μετά πάλι μέσα της και ύστερα πάλι στο αγαλματάκι και πάλι πίσω, μέσα, πίσω. Η κρυστάλλινη σφαίρα άρχισε να βγάζει ακανόνιστες, φαντασμαγορικές λάμψεις και η Εγκουέν ένιωθε βελόνες να τρυπούν το μυαλό της με κάθε έκλαμψη. Με ένα λυγμό αγωνίας, χαλάρωσε τη λαβή και έσφιξε το κεφάλι της στα δυο της χέρια.

Η κρυστάλλινη σφαίρα έγινε θρύψαλα όταν η μορφή έπεσε στο πάτωμα και οι βελόνες χάθηκαν, αφήνοντας μόνο μουντές αναμνήσεις του πόνου και μια ναυτία που έκανε τα γόνατά της να λυγίζουν. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά για να μη δει το δωμάτιο να ταλαντεύεται. Η μορφή πρέπει να ήταν τερ'ανγκριάλ, μα γιατί την είχε πονέσει τόσο, αφού μόλις που την είχε αγγίξει; Ίσως επειδή ήταν σπασμένη· ίσως, όντας σπασμένη, να μην μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο είχε φτιαχτεί. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί για ποιο σκοπό το είχαν φτιάξει· ήταν επικίνδυνο να δοκιμάζεις τερ'ανγκριάλ. Τουλάχιστον, τώρα που είχε σπάσει, δεν αποτελούσε πια κίνδυνο. Τουλάχιστον όχι εδώ. Γιατί έμοιαζε να με καλεί;

Η ναυτία χάθηκε και η Εγκουέν άνοιξε τα μάτια. Η μορφή ήταν πάλι στο ράφι, άθικτη, όπως την είχε πρωτοδεί. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν στον Τελ'αράν'ριοντ, μα αυτό ήταν πιο παράξενο απ' όσο θα ήθελε. Και δεν ήταν ο λόγος που είχε έρθει. Πρώτα έπρεπε να βγει από το Παλάτι της Πανάρχισσας. Σκαρφάλωσε πάλι το σκοινί και άφησε βιαστικά την αίθουσα, προσπαθώντας να μην αρχίσει να τρέχει.

Το παλάτι, φυσικά, ήταν άδειο από ζωή. Ανθρώπινη ζωή δηλαδή. Υπήρχαν πολύχρωμα ψάρια, τα οποία κολυμπούσαν σε μεγάλα σιντριβάνια που κελάρυζαν χαρωπά στα αίθρια, περικυκλωμένα από διαδρόμους τους οποίους χώριζαν ντελικάτες κιονοστοιχίες και μπαλκόνια με πέτρινα διαχωριστικά, που έμοιαζαν με περίτεχνα σμιλεμένη δαντέλα. Νούφαρα έπλεαν στα νερά, μαζί με λευκά και μεγάλα σαν πιατέλες λουλούδια. Στον Κόσμο των Ονείρων τα μέρη ήταν όπως και στο λεγόμενο πραγματικό κόσμο. Με εξαίρεση τους ανθρώπους. Καλοδουλεμένες, χρυσές λάμπες στέκονταν στους διαδρόμους με το φιτίλι απείραχτο, όμως η Εγκουέν μύριζε το αρωματισμένο λάδι μέσα τους. Τα βήματά της δεν σήκωναν την παραμικρή σκόνη από τα πολύχρωμα χαλιά, που σίγουρα ποτέ δεν θα μπορούσαν να ξεσκονιστούν εδώ πέρα.

Κάποια στιγμή είδε έναν άλλο να περπατά μπροστά της, έναν άντρα που φορούσε μια επίχρυση, περίτεχνα στολισμένη πανοπλία με αλυσίδες και ελάσματα και κρατούσε ένα μυτερό, χρυσό κράνος παραμάσχαλα, που είχε ένα λευκό λοφίο από φτερά ερωδιού. «Αίλντρα;» φώναξε χαμογελαστός. «Αίλντρα, έλα να με δεις. Έγινα Άρχοντας Διοικητής της Λεγεώνας της Πανάρχισσας. Αίλντρα;» Έκανε άλλο ένα βήμα, φωνάζοντας ακόμα, και ξαφνικά χάθηκε από κει. Δεν ήταν Ονειρευτής. Δεν ήταν καν κάποιος που χρησιμοποιούσε τερ'ανγκριάλ σαν το πέτρινο δαχτυλίδι της ή το σιδερένιο δίσκο της Αμίκο. Ήταν απλώς ένας άντρας του οποίου το όνειρο είχε αγγίξει ένα μέρος που δεν αντιλαμβανόταν, με κινδύνους που δεν γνώριζε. Οι άνθρωποι που πέθαιναν αναπάντεχα στον ύπνο τους ήταν συνήθως επειδή είχαν βρεθεί με το όνειρο τους στον Τελ'αράν'ριοντ και είχαν πεθάνει εκεί στ' αλήθεια. Ο άνθρωπος είχε φύγει για τα καλά και είχε επιστρέψει σ' ένα συνηθισμένο όνειρο.