Выбрать главу

Ξεκίνησε να προχωρά στην άδεια πόλη με γοργό βήμα, μερικές φορές ακόμα και σχεδόν τρέχοντας. Πλακόστρωτοι δρόμοι όλο στροφές ανηφόριζαν, κατηφόριζαν κι έστριβαν προς όλες τις κατευθύνσεις, όλοι άδειοι, με εξαίρεση τα περιστέρια με τις πράσινες ράχες και τους γκρίζους γλάρους, που υψώνονταν στον αέρα με βροντερά φτεροκοπήματα όταν τους πλησίαζε. Γιατί πουλιά κι όχι άνθρωποι; Οι μύγες την πλησίαζαν βουίζοντας, ενώ έβλεπε κατσαρίδες και σκαθάρια να τρέχουν στις σκιές. Ένα κοπάδι από κοκαλιάρικα σκυλιά, που είχαν το καθένα διαφορετικό χρώμα, διέσχισαν πηδηχτά το δρόμο μπροστά της. Γιατί σκυλιά;

Συγκεντρώθηκε πάλι στο λόγο που βρισκόταν εκεί. Τι θα μπορούσε να είναι σημάδι του Μαύρου Άτζα; Ή να δείχνει κίνδυνο για τον Ραντ, αν υπήρχε κάτι τέτοιο; Τα περισσότερα από τα λευκά κτίρια ήταν περασμένα με γύψο, ο οποίος ήταν ραγισμένος και γδαρμένος, ενώ σε πολλά σημεία φαινόταν το πολυκαιρισμένο ξύλο ή τα καφετιά τούβλα από κάτω. Μόνο οι πύργοι και τα μεγάλα κτίρια —τα παλάτια, φαντάστηκε― ήταν φτιαγμένα από πέτρα που διατηρούσε τη λευκότητά της. Ακόμα και οι πέτρες, όμως, είχαν μικρές ραγισματιές στο μεγαλύτερο μέρος τους· ραγίσματα τόσο μικρά που το μάτι δεν τα έπιανε, αλλά η Εγκουέν τα ένιωθε με τη Δύναμη μέσα της, να απλώνονται σαν ιστοί αράχνης σε θόλους και πύργους. Ίσως κάτι να σήμαινε αυτό. Ίσως να σήμαινε ότι το Τάντσικο ήταν μια πόλη που οι κάτοικοί της δεν την περιποιούνταν. Ήταν κι αυτό μια εξήγηση.

Η Εγκουέν αναπήδησε, όταν ένας άντρας που ούρλιαζε έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό μπροστά της. Πρόλαβε μόνο να διακρίνει το φαρδύ, λευκό παντελόνι και το πυκνό μουστάκι, το οποίο κάλυπτε ένα διάφανο πέπλο, πριν ο άντρας εξαφανιστεί μόλις ένα βήμα ψηλότερα από το δρόμο. Αν είχε σκάσει κάτω, εδώ στον Τελ'αράν'ριοντ, θα τον έβρισκαν νεκρό στο κρεβάτι του.

Μάλλον είναι κι αυτός άσχετος με τον κόσμο εδώ πέρα, όσο κι οι κατσαρίδες, σκέφτηκε.

Ίσως κάτι μέσα στα κτίρια. Ήταν μια ασήμαντη πιθανότητα, μια πολύ μικρή ελπίδα, όμως η Εγκουέν ήταν τόσο απελπισμένη, που θα δοκίμαζε τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα. Η ώρα. Πόση ώρα της έμενε; Αρχισε να τρέχει από είσοδο σε είσοδο, να χώνει το κεφάλι σε καταστήματα, πανδοχεία και σπίτια.

Είδε τραπεζαρίες να βρίσκονται στις σάλες περιμένοντας πελατεία, προσεκτικά τακτοποιημένες, τοποθετημένες με τάξη, σαν και τα κασσιτέρινα, θολά κύπελλα και πιάτα στα ράφια. Τα μαγαζιά ήταν προσεγμένα, λες και οι μαγαζάτορες είχαν ανοίξει μόλις τώρα το πρωί, όμως, παρ' όλο που στα τραπέζια ενός ράφτη υπήρχαν απλωμένα τόπια με υφάσματα και στους πάγκους ενός ακονιστή βρίσκονταν μαχαίρια και ψαλίδια, σ' ένα κρεοπωλείο οι γάντζοι κρέμονταν άδειοι από το ταβάνι και τα ράφια του ήταν γυμνά. Δοκιμάζοντας με το δάχτυλο, δεν έβρισκε σκόνη πουθενά· τα πάντα ήταν τόσο παστρικά, που η μητέρα της θα χαιρόταν.

Στα στενά υπήρχαν σπίτια ― μικρά, απλά κτίσματα με άσπρο γύψο και επίπεδες στέγες, δίχως παράθυρα στο δρόμο, έτοιμα να δεχτούν μέσα οικογένειες, οι οποίες θα κάθονταν σε πάγκους μπροστά σε σβησμένα τζάκια ή γύρω από στενά τραπέζια με σκαλισμένα πόδια, όπου ήταν επιδεικτικά και με καμάρι τοποθετημένη η καλύτερη γαβάθα ή πιατέλα της νοικοκυράς. Ρούχα κρέμονταν στα κρεμαστάρια, κατσαρολικά από τα ταβάνια, εργαλεία ήταν απλωμένα σε πάγκους, περιμένοντας.

Από μια ιδέα που της ήρθε, άλλαξε πορεία, μόνο για να δει, γύρισε δέκα πόρτες πίσω και κοίταξε για δεύτερη φορά το μέρος που στον πραγματικό κόσμο ήταν το σπίτι μιας γυναίκας. Ήταν σχεδόν ίδιο με πριν. Σχεδόν. Η γαβάθα με τις κόκκινες ρίγες στο τραπέζι τώρα ήταν ένα γαλάζιο βάζο· πριν, κοντά στο τζάκι ήταν ένας πάγκος, που είχε πάνω μια κομμένη ιπποσκευή και εργαλεία για να διορθωθεί, αλλά τώρα ήταν κοντά στην πόρτα και είχε ένα καλαθάκι με σύνεργα ραπτικής κι ένα κεντητό παιδικό φόρεμα.

Γιατί άλλαζε; απόρησε η Εγκουέν. Από την άλλη μεριά, γιατί να μείνει ίδιο; Φως μου, δεν ξέρω τίποτα!

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν ένας στάβλος κι ο λευκός γύψος άνοιγε και άφηνε να φανούν μεγάλα κομμάτια από τούβλα. Έτρεξε εκεί και άνοιξε μια μεγάλη πόρτα. Τα άχυρα σκέπαζαν το χωμάτινο έδαφος, όπως σε κάθε στάβλο που είχε δει ποτέ της, αλλά τα χωρίσματα ήταν άδεια. Άλογα πουθενά. Γιατί; Κάτι σάλεψε στο άχυρο και η Εγκουέν κατάλαβε ότι τα χωρίσματα δεν ήταν καθόλου άδεια. Ποντίκια. Δεκάδες ποντίκια, που την κοίταζαν αυθάδικα, με μύτες που δοκίμαζαν τον αέρα για να πιάσουν τη μυρωδιά της. Κανένα τους δεν το έσκασε, ούτε καν τρόμαξαν· έκαναν σαν να ήταν δικό τους το μέρος κι αυτή η ξένη. Ασυναίσθητα οπισθοχώρησε. Περιστέρια, γλάροι και σκυλιά, μύγες και ποντίκια. Ίσως μια Σοφή να ήξερε γιατί.