Χωρίς προειδοποίηση, ξαναβρέθηκε στην Ερημιά.
Με μια τσιρίδα έπεσε ανάσκελα, καθώς το τριχωτό πλάσμα που έμοιαζε με αγριόχοιρο χιμούσε πάνω της, μεγάλο σαν μικρό πόνυ. Η Εγκουέν, καθώς το πλάσμα πηδούσε επιδέξια από πάνω της, είδε ότι δεν ήταν αγριόχοιρος· η μουσούδα του ήταν πολύ μυτερή και γεμάτη κοφτερά δόντια, ενώ είχε τέσσερα δάχτυλα σε κάθε πόδι. Ήταν γαλήνια ενώ τα σκεφτόταν αυτά, αλλά ανατρίχιασε καθώς το θηρίο έτρεχε και χανόταν ανάμεσα στα βράχια. Ήταν τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να την τσαλαπατήσει, να της σπάσει κόκαλα κι ακόμα χειρότερα· αυτά τα δόντια μπορούσαν να σε σκίσουν και να σε κομματιάσουν καλύτερα κι από δόντια λύκου. Θα ξυπνούσε με τις πληγές. Αν ξυπνούσε.
Ο σκονισμένος βράχος κάτω από τη ράχη της ήταν καυτός σαν μάτι κουζίνας. Σηκώθηκε όρθια, θυμωμένη με τον εαυτό της. Αν δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σ' αυτό που έκανε, δεν θα κατάφερνε τίποτα. Κανονικά έπρεπε να βρίσκεται στο Τάντσικο· έπρεπε να συγκεντρωθεί σ' αυτό. Τίποτα άλλο.
Έπαψε να ξεσκονίζει τα φουστάνι της, όταν είδε την Αελίτισσα να την κοιτάζει με κοφτερό, γαλανό βλέμμα δέκα βήματα παραπέρα. Η γυναίκα ήταν συνομήλικη της Αβιέντα, όχι μεγαλύτερη από την Εγκουέν, αλλά οι τούφες από τα μαλλιά που ξεπρόβαλλαν κάτω από το σούφα της ήταν τόσο ανοιχτές, που έμοιαζαν σχεδόν άσπρες. Το δόρυ στο χέρι ήταν έτοιμο να εκσφενδονιστεί κι απ' αυτή την απόσταση ήταν απίθανο να αστοχήσει.
Έλεγαν ότι οι Αελίτες ήταν πολύ σκληροί με εκείνους που έμπαιναν στην Ερημιά χωρίς άδεια. Η Εγκουέν ήξερε ότι μπορούσε να τυλίξει τη γυναίκα και το δόρυ της με Αέρα, να την κρατήσει έτσι, ακίνδυνη, αλλά θα βαστούσαν οι ροές όταν θα χανόταν από δω; Ή μήπως θα θύμωναν τη γυναίκα και θα την έκαναν να πετάξει το δόρυ μόλις μπορούσε, ίσως πριν χαθεί η Εγκουέν; Δεν θα ήταν πολύ ευχάριστο αν επέστρεφε στο Τάντσικο με ένα Αελίτικο δόρυ να τη διαπερνά. Αν έδενε τις ροές, τότε η γυναίκα θα έμενε παγιδευμένη στον Τελ'αράν'ριοντ μέχρι να λυθούν, αβοήθητη σε περίπτωση που επέστρεφαν το λιοντάρι ή το πλάσμα που έμοιαζε με αγριόχοιρο.
Όχι. Της έφτανε να χαμηλώσει η γυναίκα το δόρυ, για να νιώσει ασφαλής η Εγκουέν και να κλείσει τα μάτια, ώστε να επιστρέψει στο Τάντσικο. Να επιστρέψει σ' αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε περιθώριο για τέτοια παιχνίδια της φαντασίας της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να την πειράξει κάποια που απλώς είχε μεταφερθεί μέσω του ονείρου της στον Τελ'αράν'ριοντ, όπως θα μπορούσαν να την πειράξουν άλλα πράγματα εδώ, αλλά δεν θα ριψοκινδύνευε να της το μάθει η αιχμή ενός Αελίτικου δόρατος. Η Αελίτισσα μπορεί σε λίγες στιγμές να εξαφανιζόταν. Έπρεπε να βρει κάτι να την απασχολήσει στο μεταξύ.
Της ήταν εύκολο να αλλάξει τα ρούχα της· μόλις της πέρασε η σκέψη από το νου, η Εγκουέν φορούσε τα ίδια καφέ και γκρίζα ρούχα με τη γυναίκα. «Δεν θέλω να σου κάνω κακό», είπε, δείχνοντας γαλήνια.
Η γυναίκα δεν χαμήλωσε το όπλο. Αντίθετα, κατσούφιασε. «Δεν έχεις δικαίωμα να φοράς το καντιν'σόρ, μικρή μου», της είπε. Και η Εγκουέν βρέθηκε να στέκεται εκεί ολόγυμνη, ενώ ο ήλιος την έδερνε από ψηλά και το έδαφος της έκαιγε τις γυμνές πατούσες.
Για μια στιγμή έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να το πιστέψει, χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο. Δεν είχε φανταστεί ότι μπορούσες να αλλάξεις κάτι σ' έναν άλλο. Υπήρχαν τόσες πιθανότητες, τόσοι κανόνες που δεν ήξερε. Σκέφτηκε βιαστικά και ξανάβαλε γερά παπούτσια και τη σκούρα φορεσιά με τη σχιστή φούστα, ενώ την ίδια στιγμή εξαφάνιζε τα ρούχα της Αελίτισσας. Για να το καταφέρει, άντλησε σαϊντάρ· η γυναίκα πρέπει να είχε συγκεντρώσει την προσοχή της στο να κρατήσει την Εγκουέν γυμνή. Η Εγκουέν ετοίμασε μια ροή για να αρπάξει το δόρυ, αν της το πετούσε η άλλη.
Ήταν η σειρά της Αελίτισσας να δείξει έκπληκτη. Άφησε το δόρυ να πέσει κάτω και η Εγκουέν άρπαξε την ευκαιρία για να κλείσει τα μάτια και να ξαναβρεθεί στο Τάντσικο, πάλι στο σκελετό του πελώριου αγριόχοιρου, ή ό,τι κι αν ήταν, εν πάση περιπτώσει, αυτό το ζώο. Αυτή τη φορά, μόλις που του έριξε δεύτερη ματιά. Είχε βαρεθεί αυτά τα πλάσματα που έμοιαζαν με αγριόχοιρους αλλά δεν ήταν. Πώς το έκανε αυτό; Όχι! Αυτό που με κάνει και ξεστρατίζω είναι που αναρωτιέμαι πώς και γιατί. Αυτή τη φορά θα έχω το νου μου.
Κοντοστάθηκε όμως. Πάνω στη στιγμή που έκλεινε τα μάτια, της φάνηκε πως είχε δει μια άλλη γυναίκα, κοντά στην Αελίτισσα, που κοίταζε και τις δύο τους. Ήταν μια χρυσομάλλα, που κρατούσε ένα ασημένιο τόξο. Τώρα σε παρασέρνουν οι ονειροφαντασίες σον. Εχεις ακούσει ένα σωρό ιστορίες από τον Θομ Μέριλιν. Η Μπιργκίττε ήταν νεκρή εδώ και καιρό· δεν θα ξαναρχόταν πριν την καλέσει από τον τάφο το Κέρας του Βαλίρ. Οι νεκρές γυναίκες, ακόμα και οι ηρωίδες των θρύλων, αποκλείεται να έφταναν μέσω των ονείρων τους στον Τελ'αράν'ριοντ.