Выбрать главу

Αλλά μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Παράτησε τις μάταιες εικασίες και έτρεξε πάλι στην πλατεία. Πόσος χρόνος της είχε μείνει; Είχε όλη την πόλη να ψάξει, ο χρόνος τελείωνε και δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο. Μακάρι να είχε κάποια ιδέα για το τι έπρεπε να ψάξει. Ή πού. Το τρέξιμο δεν φαινόταν να την κουράζει εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά όσο κι αν έτρεχε, δεν θα χτένιζε όλη την πόλη πριν την ξυπνήσουν η Ηλαίην και η Νυνάβε. Δεν ήθελε να χρειαστεί να επιστρέψει εδώ.

Ξαφνικά, εμφανίστηκε μια γυναίκα ανάμεσα στο κοπάδι των περιστεριών που είχαν μαζευτεί στην πλατεία. Φορούσε μια ανοιχτοπράσινη, ψιλή εσθήτα, που ήταν τόσο στενή πάνω της ώστε θα ευχαριστούσε ακόμα και την Μπερελαίν, είχε μαύρα μαλλιά πλεγμένα σε δεκάδες μικρές κοτσίδες και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο ως τα μάτια με ένα διαφανές πέπλο, σαν εκείνο που φορούσε ο άνθρωπος που έπεφτε. Τα περιστέρια πετάχτηκαν ψηλά και το ίδιο έκανε και η γυναίκα, περνώντας πάνω από τις κοντινότερες στέγες μαζί τους, πριν εξαφανιστεί απότομα.

Η Εγκουέν χαμογέλασε. Όλο ονειρευόταν ότι πετούσε σαν πουλί και αυτό εδώ τι ήταν παρά όνειρο; Πήδηξε στον αέρα· και συνέχισε να ανεβαίνει ψηλότερα, προς τις στέγες. Ταλαντεύτηκε όταν σκέφτηκε τι γελοίο που ήταν -πτήση; Οι άνθρωποι δεν πετούν!― και μετά σταθεροποιήθηκε ξανά, κάνοντας μια δυνατή προσπάθεια να ξαναβρεί τη σιγουριά της. Πετούσε, αυτό ήταν όλο. Βρισκόταν σ' ένα όνειρο και πετούσε. Ο άνεμος χτυπούσε το πρόσωπό της· η Εγκουέν ήθελε να γελάσει μέσα στη ζαλάδα της.

Πέταξε ξυστά πάνω από τον Κύκλο της Πανάρχισσας, όπου οι σειρές των πέτρινων πάγκων κατηφόριζαν λοξά, από το ψηλό τείχος ως το πλατύ γήπεδο με το πατημένο χώμα στο κέντρο του. Για φαντάσου τόσο πολύ κόσμο μαζεμένο, να βλέπει μια επίδειξη βεγγαλικών από την ίδια τη Συντεχνία των Φωτοδοτών. Στο χωριό της τα βεγγαλικά ήταν μια σπάνια απόλαυση. Θυμόταν που τα είχε δει μόνο πέντ' έξι φορές σε ολόκληρη τη ζωή της στο Πεδίο του Έμοντ, με τους μεγάλους να είναι ενθουσιασμένοι όσο και τα παιδιά.

Πέταξε πάνω από στέγες σαν γεράκι, πάνω από μέγαρα και παλάτια, ταπεινά οικήματα και καταστήματα, αποθήκες και στάβλους. Πέταξε κοντά σε θόλους με χρυσές ακίδες και μπρούτζινους ανεμοδείκτες στις κορυφές, πλάι σε πύργους τους οποίους κύκλωναν μπαλκόνια από δουλεμένη πέτρα. Κάρα και άμαξες στέκονταν σε μάντρες και περίμεναν. Πλοία συνωστίζονταν στο μεγάλο λιμάνι και τους κολπίσκους, που σχημάτιζαν υδάτινα δάχτυλα ανάμεσα στις χερσονήσους της πόλης, και παρατάσσονταν στους μόλους. Όλα έμοιαζαν να είναι παρατημένα κι αφρόντιστα, από τα κάρα ως τα πλοία, αλλά τίποτα δεν έδειχνε να είναι έργο του Μαύρου Άτζα. Απ' όσο ήξερε.

Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να φανταστεί τη Λίαντριν με το νου της, ήξερε πολύ καλά το κουκλίστικο πρόσωπό της, με το πλήθος τις ξανθές κοτσίδες, τα αυτάρεσκα, καστανά μάτια και το τριανταφυλλένιο στόμα με το περιπαιχτικό μειδίαμα· αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τη δει στο μυαλό της, ελπίζοντας ότι έτσι θα πήγαινε εκεί που βρισκόταν η Μαύρη αδελφή. Αλλά αν πετύχαινε, τότε ίσως να έβρισκε και τη Λίαντριν στον Τελ'αράν'ριοντ, ίσως και τις άλλες. Δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό.

Ξαφνικά της πέρασε από το νου πως, αν ήταν κάποια από το Μαύρο Άτζα στο Τάντσικο, στο Τάντσικο του Τελ'αράν'ριοντ, τότε η Εγκουέν έκανε επίδειξη της παρουσίας της. Κάθε βλέμμα που στρεφόταν στον ουρανό θα έβλεπε μια γυναίκα να πετά, η οποία δεν εξαφανιζόταν ύστερα από λίγα λεπτά. Η στρωτή πτήση της κλονίστηκε· η Εγκουέν βούτηξε κάτω από το επίπεδο των στεγών και αιωρήθηκε στους δρόμους πιο αργά από πριν, αλλά και πάλι πιο γρήγορα από άλογο που κάλπαζε. Μπορεί να έτρεχε καταπάνω τους, αλλά δεν ήθελε να σταματήσει και να τις περιμένει.

Χαζή! σκέφτηκε οργισμένη. Χαζή! Τώρα μάλλον θα ξέρουν ότι είμαι εδώ. Μπορεί να βάλθηκαν ήδη να μου στήσουν παγίδα. Σκέφτηκε να βγει από το όνειρο, να ξαναβρεθεί στο κρεβάτι της στο Δάκρυ, αλλά δεν είχε βρει τίποτα ― αν υπήρχε κάτι για να βρει.

Μια ψηλή γυναίκα βρέθηκε ξαφνικά να στέκεται στο δρόμο μπροστά της. Ήταν λεπτή, με μια φαρδιά, καφέ φούστα, μια άνετη, λευκή μπλούζα, ένα καφέ σάλι τυλιγμένο στους ώμους και μια διπλωμένη εσάρπα γύρω από το μέτωπό της, για να συγκρατεί τα λευκά μαλλιά που χυνόταν ως τη μέση της. Παρά τα απλά ρούχα της, φορούσε πλήθος περιδέραιων, καθώς και βραχιόλια από χρυσάφι ή έβενο, ή και τα δύο. Με τις γροθιές στους γοφούς, κοίταζε συνοφρυωμένη την Εγκουέν στα μάτια.

Άλλη μια ανόητη, που έφτασε στο όνειρό της εκεί που δεν έχει δικαίωμα να είναι και δεν πιστεύει αυτό που βλέπει, σκέφτηκε η Εγκουέν. Είχε τις περιγραφές όλων των γυναικών που είχαν ακολουθήσει τη Λίαντριν και αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε με καμία. Όμως δεν εξαφανίστηκε πάλι· στεκόταν και περίμενε, ενώ η Εγκουέν την πλησίαζε γοργά. Γιατί δεν χάνεται; Γιατί...; Ω, Φως μου! Είναι στ αλήθεια...! Άρπαξε τις ροές για να υφάνει έναν κεραυνό, για να παγιδεύσει τη γυναίκα με Αέρα και μπερδεύτηκε πάνω στη βιάση της.