«Κατέβασε τα ποδαράκια σου κάτω, μικρή μου», είπε ξερά η γυναίκα. «Δυσκολεύτηκα να σε βρω και δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πετάξεις και να φύγεις σαν πουλί».
Η Εγκουέν απότομα έπαψε να πετά. Τα πόδια της έπεσαν με δύναμη στο έδαφος και παραπάτησε. Ήταν η φωνή της Αελίτισσας, αλλά αυτή εδώ ήταν μεγαλύτερης ηλικίας. Όχι όσο μεγάλη την είχε περάσει αρχικά η Εγκουέν —μάλιστα, έμοιαζε πολύ νεότερη απ' όσο άφηναν να εννοηθεί τα μαλλιά της― αλλά με τη φωνή κι αυτό το κοφτερό, γαλάζιο βλέμμα, η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για την ίδια γυναίκα με πριν. «Είσαι... διαφορετική», είπε.
«Μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις εδώ». Η γυναίκα φάνηκε αμήχανη, όμως για λίγο μόνο. «Μερικές φορές μου αρέσει να ξαναθυμάμαι... Δεν έχει σημασία. Είσαι από το Λευκό Πύργο; Πέρασε καιρός από τότε που είχαν μια ονειροβάτισσα. Πολύς καιρός. Είμαι η Άμυς, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ».
«Είσαι Σοφή; Είσαι! Και ξέρεις τα όνειρα, ξέρεις τον Τελ'αράν'ριοντ. Μπορείς... Το όνομά μου είναι Εγκουέν. Εγκουέν αλ'Βέρ. Είμαι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα· η Άμυς δεν φαινόταν για γυναίκα που ανεχόταν ψέματα. «Είμαι Άες Σεντάι. Του Πράσινου Άτζα».
Η έκφραση της Άμυς δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Τα μάτια της στένεψαν λιγάκι, ίσως από δυσπιστία. Η Εγκουέν δεν έμοιαζε αρκετά μεγάλη για να είναι Άες Σεντάι. «Έλεγα να σε αφήσω να στέκεσαι τσίτσιδη, μέχρι να ζητήσεις σωστά ρούχα. Όταν πας και βάζεις το καντιν'σόρ με αυτό τον τρόπο, λες και είσαι... Με ξάφνιασες έτσι που ελευθερώθηκες και έστρεψες το δόρυ πάνω μου. Αλλά είσαι ανεκπαίδευτη, αν και δυνατή, έτσι δεν είναι; Αλλιώς δεν θα είχες ξεφυτρώσει εκεί που κυνηγούσα, σε ένα μέρος που ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήθελες να βρεθείς. Και τώρα που πετούσες; Ήρθες στον Τελ'αράν'ριοντ —στον Τελ'αράν'ριοντ!― για να χαζέψεις αυτή την πόλη, όπου κι αν βρίσκεται;» είπε τελικά.
«Είναι το Τάντσικο», έκανε πνιγμένα η Εγκουέν. Δεν ήξερε. Μα τότε πώς την είχε ακολουθήσει η Άμυς, ή πώς την είχε βρει; Ήταν προφανές ότι ήξερε πολύ περισσότερα για τον Κόσμο των Ονείρων απ' όσα η Εγκουέν. «Μπορείς να με βοηθήσεις. Προσπαθώ να βρω μερικές γυναίκες του Μαύρου Άτζα, Σκοτεινόφιλες. Νομίζω ότι βρίσκονται εδώ, κι αν είναι έτσι, πρέπει να τις βρω».
«Στ' αλήθεια υπάρχει, λοιπόν». Η Άμυς μίλησε σχεδόν ψιθυριστά. «Ένα Άτζα Σκιοδρομέων στο Λευκό Πύργο». Κούνησε το κεφάλι. «Είσαι σαν κορίτσι που μόλις παντρεύτηκε το δόρυ και νομίζει ότι τώρα μπορεί να παλέψει με άντρες και να πηδήξει βουνά. Γι' αυτήν, το αποτέλεσμα θα είναι μερικές μελανιές και ένα πολύτιμο μάθημα ταπεινοφροσύνης. Για σένα, εδώ, ίσως σημαίνει θάνατο». Η Άμυς κοίταξε τα ψηλά κτίρια γύρω τους και έκανε μια γκριμάτσα. «Το Τάντσικο; Στο... Τάραμπον; Αυτή πόλη πεθαίνει, τρώει τις σάρκες της. Υπάρχει μια σκιά εδώ, ένα κακό. Χειρότερο απ' αυτό που μπορούν να δημιουργήσουν οι άντρες. Ή οι γυναίκες». Κοίταξε την Εγκουέν με νόημα. «Δεν το βλέπεις, δεν το νιώθεις, έτσι δεν είναι; Και θέλεις να κυνηγήσεις Σκιοδρομείς στον Τελ'αράν'ριοντ».
«Κακό;» είπε γοργά η Εγκουέν. «Ίσως να είναι αυτές. Είσαι σίγουρη; Αν σου πω με τι μοιάζουν, θα μπορούσες να πεις με σιγουριά αν είναι αυτές; Μπορώ να τις περιγράψω. Μέχρι και τις κοτσίδες της μιας μπορώ να περιγράψω».
«Ένα κοριτσάκι», μουρμούρισε η Άμυς, «που φωνάζει και ζητά ένα ασημένιο βραχιόλι από τον πατέρα του, ενώ δεν ξέρει τίποτα για εμπόριο, ούτε για το πώς φτιάχνονται τα βραχιόλια. Έχεις πολλά να μάθεις. Πολύ περισσότερα απ' όσα μπορώ να σου διδάξω τώρα. Έλα στην Τρίπτυχη Γη. Θα πω να μαθευτεί στις φατρίες ότι θα μου φέρουν μια Άες Σεντάι ονόματι Εγκουέν αλ'Βέρ στο Φρούριο της Κρυόπετρας. Πες το όνομά σου, δείξε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και θα έχεις ασφαλή διάβαση. Δεν είμαι εδώ τώρα, αλλά θα επιστρέψω από το Ρουίντιαν πριν φτάσεις».
«Σε παρακαλώ, πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να μάθω αν βρίσκονται εδώ. Πρέπει».
«Μα δεν μπορώ να σου πω. Δεν τις ξέρω, δεν ξέρω αυτό το μέρος, το Τάντσικο που λες. Εσύ πρέπει να έρθεις σε μένα. Αυτό που κάνεις είναι επικίνδυνο, πολύ πιο επικίνδυνο απ' όσο νομίζεις. Πρέπει... Πού πας; Μείνε!»
Κάτι άρπαζε την Εγκουέν, την παράσερνε στο σκοτάδι.
Η φωνή της Άμυς την ακολούθησε ― υπόκωφη, σβήνοντας αργά. «Πρέπει να έρθεις σε μένα και να μάθεις. Πρέπει...»