Выбрать главу

12

Το Τάντσικο ή Ο Πύργος

Η Ηλαίην πήρε μια τραχιά ανάσα ανακούφισης, όταν επιτέλους η Εγκουέν ανασάλεψε και άνοιξε τα μάτια. Στο κάτω μέρος του κρεβατιού, η σύγχυση και η αγωνία στην έκφραση της Αβιέντα εξαφανίστηκαν και ένα χαμόγελο άστραψε στο στόμα της, το οποίο της αντιγύρισε η Εγκουέν. Το κερί είχε περάσει το σημάδι πριν από μερικά λεπτά· της φαινόταν ότι είχε περάσει πολλή ώρα.

«Δεν έλεγες να ξυπνήσεις», είπε αβέβαια η Ηλαίην. «Σε τράνταζα συνέχεια, αλλά δεν ξυπνούσες». Γέλασε μαλακά. «Αχ, Εγκουέν, τρόμαξες ακόμα και την Αβιέντα».

Η Εγκουέν την έπιασε από το μπράτσο και της το έσφιξε καθησυχαστικά. «Τώρα γύρισα». Φαινόταν κουρασμένη και ο ιδρώτας είχε κάνει μούσκεμα τη νυχτικιά της. «Τι να πω, είχα λόγο να μείνω παραπάνω απ' όσο είχαμε σχεδιάσει. Την άλλη φορά θα προσέχω περισσότερο. Το υπόσχομαι».

Η Νυνάβε άφησε με δύναμη την κανάτα στο τραπεζάκι, πλάι στη λεκάνη, κάνοντας λίγο νερό να χυθεί έξω. Ήταν έτοιμη να το ρίξει στο πρόσωπο της Εγκουέν, Τα χαρακτηριστικά της έδειχναν ότι κρατούσε την ψυχραιμία της, όμως η κανάτα τράνταξε τη λεκάνη και το χυμένο νερό έπεσε στο χαλί. «Ήταν κάτι που βρήκες; Ή μήπως ήταν...; Εγκουέν, αν ο Κόσμος των Ονείρων μπορεί να σε κρατήσει με κάποιον τρόπο, τότε μάλλον είναι επικίνδυνο να ξαναπάς πριν μάθεις περισσότερα. Ίσως, όσο συχνότερα πηγαίνεις, τόσο πιο δύσκολος να είναι ο γυρισμός. Ίσως... Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι δεν μπορούμε να το ριψοκινδυνεύουμε, να σε αφήσουμε να χαθείς». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη, έτοιμη για τσακωμό.

«Ξέρω», είπε η Εγκουέν σχεδόν πειθήνια. Τα φρύδια της Ηλαίην υψώθηκαν απότομα· η Εγκουέν δεν ήταν ποτέ πειθήνια απέναντι στη Νυνάβε. Κάθε άλλο.

Η Εγκουέν κατέβηκε με κόπο από το κρεβάτι, αρνούμενη τη βοήθεια της Ηλαίην, και πλησίασε το τραπεζάκι με τη λεκάνη για να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια στο σχετικά δροσερό νερό. Η Ηλαίην βρήκε μια στεγνή νυχτικιά στη ντουλάπα, ενώ η Εγκουέν έβγαζε τη μουσκεμένη.

«Συνάντησα μια Σοφή, μια γυναίκα που λεγόταν Άμυς». Η φωνή της Εγκουέν ακουγόταν πνιγμένη, αλλά μετά το κεφάλι της ξεπρόβαλε από την καθαρή νυχτικιά της. «Είπε ότι θα έπρεπε να πάω και να τη βρω, για να μάθω για τον Τελ'αράν'ριοντ, σε κάποιο μέρος στην Ερημιά που λέγεται Φρούριο της Κρυόπετρας».

Η Ηλαίην είχε πιάσει το τρέμουλο στα μάτια της Αβιέντα, όταν αναφέρθηκε το όνομα της Σοφής. «Την ξέρεις; Την Άμυς;»

Μόνο ως απρόθυμο μπορούσε να περιγραφεί το γνέψιμο της Αελίτισσας. «Είναι μια Σοφή. Μια ονειροβάτισσα. Η Άμυς ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι, ώσπου εγκατέλειψε το δόρυ για να πάει στο Ρουίντιαν».

«Μια Κόρη!» αναφώνησε η Εγκουέν. «Να λοιπόν γιατί... Δεν πειράζει. Είπε ότι τώρα είναι στο Ρουίντιαν. Ξέρεις πού είναι αυτό το Φρούριο της Κρυόπετρας, Αβιέντα;»

«Φυσικά. Η Κρυόπετρα είναι το φρούριο του Ρούαρκ. Ο Ρούαρκ είναι ο σύζυγος της Άμυς. Πηγαίνω εκεί για επίσκεψη καμιά φορά. Η αδελφή-μητέρα μου, η Λίαν, είναι αδελφή-σύζυγος της Άμυς».

Η Ηλαίην αντάλλαξε μπερδεμένες ματιές με την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Κάποτε η Ηλαίην νόμιζε ότι ήξερε αρκετά για τους Αελίτες, που τα είχε μάθει όλα από τους δασκάλους της στο Κάεμλυν, αλλά από τότε που είχε γνωρίσει την Αβιέντα, είχε ανακαλύψει πόσο λίγα γνώριζε. Τα έθιμα και οι σχέσεις ήταν λαβύρινθος. Πρωταδελφές σήμαινε ότι είχαν την ίδια μητέρα· μόνο που και οι φίλες μπορούσαν να γίνουν πρωταδελφές, δίνοντας όρκο μπροστά στις Σοφές. Δευτεραδελφές σήμαινε ότι οι μητέρες τους ήταν αδελφές· αν οι πατέρες τους ήταν αδέλφια, τότε ήταν πατραδελφές και η συγγένεια μεταξύ τους δεν θεωρούνταν τόσο στενή όσο μεταξύ δευτεραδελφών. Από κει και μετά σάστιζε ο νους.

«Τι σημαίνει “αδελφή-σύζυγος”;» ρώτησε διστακτικά.

«Ότι έχετε τον ίδιο σύζυγο». Η Αβιέντα έσμιξε τα φρύδια βλέποντας την Εγκουέν να μένει εμβρόντητη και τη Νυνάβε να γουρλώνει τα μάτια. Η Ηλαίην σχεδόν περίμενε την απάντηση, αλλά και πάλι καταπιάστηκε με τα φουστάνια της, που ήταν μια χαρά ίσια. «Δεν έχετε τέτοιο έθιμο;» ρώτησε η Αελίτισσα.

«Όχι», είπε ξεψυχισμένα η Εγκουέν. «Όχι, δεν έχουμε».

«Αλλά εσύ και η Ηλαίην νοιάζεστε η μια για την άλλη σαν πρωταδελφές. Τι θα κάνατε αν δεν ήταν πρόθυμη η μια από τις δύο να κάνει στην άκρη και να αφήσει τον Ραντ αλ'Θόρ; Θα πολεμούσατε γι' αυτόν; Θα αφήνατε έναν άντρα να χαλάσει αυτά που σας ενώνουν; Δεν θα ήταν καλύτερα, λοιπόν, αν τον είχατε παντρευτεί και οι δύο;»

Η Ηλαίην κοίταξε την Εγκουέν. Η σκέψη ότι... Θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα; Ακόμα και με την Εγκουέν; Ήξερε ότι τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Η Εγκουέν απλώς έδειχνε ξαφνιασμένη.

«Μα ήθελα να κάνω στην άκρη», είπε η Εγκουέν.