«Και βέβαια πρέπει να πας», της είπε η Ηλαίην. «Θα μου λείψεις, αλλά κανένας δεν μας υποσχέθηκε ότι θα μείνουμε μαζί μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά».
«Αλλά οι δυο σας... θα πάτε μόνες... θα έπρεπε να έρθω μαζί σας. Αν είναι στ' αλήθεια στο Τάντσικο, τότε πρέπει να είμαι μαζί σας».
«Ανοησίες», είπε ζωηρά η Νυνάβε. «Αυτό που χρειάζεσαι είναι εκπαίδευση. Μακροπρόθεσμα αυτό θα μας βοηθήσει περισσότερο, παρά να έχουμε την παρέα σου στο Τάντσικο. Και στ' αλήθεια δεν ξέρουμε αν είναι στο Τάντσικο. Αν είναι, τότε η Ηλαίην κι εγώ θα τα καταφέρουμε μια χαρά μαζί, αλλά ίσως φτάσουμε και βρούμε ότι αυτό το κακό δεν είναι τίποτα παραπάνω από τον πόλεμο. Μα το Φως, ο πόλεμος είναι κάτι κακό κι από μόνος του. Μπορεί να επιστρέψουμε στον Πύργο πριν από σένα. Να προσέχεις στην Ερημιά», πρόσθεσε με πρακτικό ύφος. «Είναι ένα επικίνδυνο μέρος. Αβιέντα, θα την προσέχεις;»
Πριν η Αελίτισσα ανοίξει το στόμα, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, που το ακολούθησε αμέσως η Μουαραίν. Η Άες Σεντάι τους έριξε μια διαπεραστική ματιά, που ζύγισε, μέτρησε και αξιολόγησε και τις νεαρές και το τι έκαναν, δίχως να κουνήσει καν το βλέφαρο της για να δείξει ποιο ήταν το πόρισμα. «Η Τζόγια και η Αμίκο είναι νεκρές», ανακοίνωσε.
«Αυτός ήταν ο σκοπός της επίθεσης λοιπόν;» είπε η Νυνάβε. «Όλα αυτά για να τις σκοτώσουν; Ή ίσως για να τις σκοτώσουν σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να τις ελευθερώσουν. Ήμουν σίγουρη ότι η Τζόγια έδειχνε τόση αυτοπεποίθηση επειδή περίμενε να τη σώσουν. Πρέπει, λοιπόν, να έλεγε ψέματα. Δεν πίστεψα ότι είχε μετανιώσει».
«Ίσως όχι ο κύριος σκοπός», αποκρίθηκε η Μουαραίν. «Ο λοχαγός, πολύ σοφά, κράτησε τους άντρες του στη θέση τους στα μπουντρούμια σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης. Δεν είδα ίχνος από Τρόλοκ ή Μυρντράαλ. Ύστερα, όμως, βρήκαν τις δυο τους νεκρές. Τους είχαν κόψει το λαιμό με έναν αρκετά άσχημο τρόπο ― αφού πρώτα είχαν καρφώσει τις γλώσσες τους στην πόρτα του κελιού». Μιλούσε σαν να έλεγε για ένα φόρεμα που είχε βάλει να μπαλώσουν.
Η Ηλαίην ένιωσε μια ξαφνική αναγούλα με αυτή την αποστασιοποιημένη περιγραφή. «Δεν είναι κάτι που θα ζητούσα να πάθουν. Δεν θα ήθελα κάτι τέτοιο. Το Φως να φωτίζει τις ψυχές τους».
«Πούλησαν τις ψυχές τους στο Σκοτάδι εδώ και καιρό», έκανε τραχιά η Εγκουέν. Όμως έσφιγγε με τα χέρια την κοιλιά της. «Πώς... Πώς έγινε; Φαιοί;»
«Αμφιβάλω αν ακόμα και οι Φαιοί θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο», είπε ξερά η Μουαραίν. «Φαίνεται ότι η Σκιά έχει περισσότερα μέσα απ' όσα γνωρίζουμε».
«Ναι». Η Εγκουέν έσιαξε το φόρεμά της και μαλάκωσε τη φωνή της. «Αν δεν προσπάθησε κανείς να τις απελευθερώσει, αυτό μάλλον σημαίνει ότι και οι δύο έλεγαν την αλήθεια. Τις σκότωσαν επειδή μίλησαν».
«Ή για να τις εμποδίσουν να μιλήσουν», πρόσθεσε σκοτεινά η Νυνάβε. «Ας ελπίσουμε ότι δεν γνωρίζουν αν οι δύο τους μας είπαν κάτι. Ίσως η Τζόγια να μετάνιωσε, αλλά δεν το πιστεύω».
Η Ηλαίην ξεροκατάπιε και σκέφτηκε πώς θα ήταν να βρίσκεται σ' ένα κελί και να της κολλάνε το πρόσωπο στην πόρτα για να της βγάλουν τη γλώσσα και να... Ανατρίχιασε. «Μπορεί να τις σκότωσαν μόνο για να τις τιμωρήσουν που αιχμαλωτίστηκαν», πίεσε τον εαυτό της να πει. Παρέλειψε να αναφέρει μια άλλη σκέψη, ότι τις είχαν σκοτώσει για να πιστέψουν η Ηλαίην και οι φίλες της τα λεγόμενα της Τζόγιας και της Αμίκο· τους έφταναν οι αμφιβολίες που είχαν για το τι έπρεπε να κάνουν. «Υπάρχουν τρεις πιθανότητες και μόνο μία λέει ότι το Μαύρο Άτζα ξέρει ότι οι δύο αποκάλυψαν κάτι. Εφόσον και οι τρεις είναι εξίσου πιθανές, τότε μάλλον το Μαύρο Άτζα δεν ξέρει».
Η Εγκουέν και η Νυνάβε ήταν εμβρόντητες. «Για να τις τιμωρήσουν;» είπε η Νυνάβε, μην μπορώντας να το πιστέψει.
Η Εγκουέν και η Νυνάβε ήταν κατά πολλούς τρόπους πιο σκληρές από την Ηλαίην —τις θαύμαζε γι' αυτό― αλλά δεν είχαν μεγαλώσει βλέποντας τις μηχανορραφίες στην αυλή του Κάεμλυν, ακούγοντας ιστορίες για την ασπλαχνία με την οποία οι Καιρχινοί και οι Δακρινοί έπαιζαν το Παιχνίδι των Οίκων.
«Κάτι μου λέει ότι το Μαύρο Άτζα δεν αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη καλοσύνη την αποτυχία οποιουδήποτε είδους», τους είπε. «Μπορώ να φανταστώ τη Λίαντριν να το διατάζει. Η Τζόγια σίγουρα θα το έκανε με μεγάλη άνεση». Η Μουαραίν της έριξε για λίγο μια ματιά που τη ζύγιζε.
«Η Λίαντριν», είπε η Εγκουέν με φωνή εντελώς ανέκφραστη. «Ναι, μπορώ να φανταστώ τη Λίαντριν ή την Τζόγια να δίνουν αυτή τη διαταγή».