«Πάντως δεν είχατε πολύ χρόνο ακόμα για να τις ανακρίνετε», είπε η Μουαραίν. «Αύριο το μεσημέρι θα ανέβαιναν στο πλοίο». Ένα ίχνος θυμού χρωμάτισε τη φωνή της· η Ηλαίην κατάλαβε ότι η Μουαραίν έβλεπε τους θανάτους των Μαύρων αδελφών σαν έναν τρόπο αποφυγής της δικαιοσύνης. «Ελπίζω να καταλήξετε σύντομα σε κάποια απόφαση. Το Τάντσικο ή ο Πύργος».
Η Ηλαίην έπιασε το βλέμμα της Νυνάβε και ένευσε ελαφρά.
Η Νυνάβε της αντιγύρισε το γνέψιμο πιο αποφασιστικά, πριν στραφεί στην Άες Σεντάι. «Εγώ και η Ηλαίην θα πάμε στο Τάντσικο ευθύς μόλις βρούμε πλοίο. Ένα γρήγορο πλοίο, ελπίζω. Η Εγκουέν και η Αβιέντα θα πάνε στο Φρούριο της Κρυόπετρας, στην Ερημιά του Άελ». Δεν έδωσε εξήγηση και η Μουαραίν ύψωσε τα φρύδια.
«Μπορεί να την πάει η Τζόλιεν», είπε η Αβιέντα στη σύντομη σιγή. Απέφυγε να κοιτάξει την Εγκουέν. «Ή η Σεφέλα, ή η Μπάιν και η Τσιάντ. «Έλεγα... έλεγα να πάω μαζί με την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Αν υπάρχει πόλεμος σ' αυτό το Τάντσικο, τότε θα χρειαστούν μια αδελφή να φυλάει τα νώτα τους».
«Αν είναι αυτό που θέλεις, Αβιέντα», είπε αργά η Εγκουέν.
Φαινόταν έκπληκτη και πληγωμένη, όμως όχι πιο έκπληκτη από την Ηλαίην. Πίστευε ότι οι δυο τους είχαν γίνει φίλες. «Χαίρομαι που θέλεις να μας βοηθήσεις, Αβιέντα, αλλά εσύ θα έπρεπε να πας την Εγκουέν στο Φρούριο της Κρυόπετρας».
«Δεν θα πάει ούτε στο Τάντσικο, ούτε στο Φρούριο της Κρυόπετρας», είπε η Μουαραίν, βγάζοντας ένα γράμμα από το θύλακο της και ξεδιπλώνοντας τα φύλλα. «Μου το έβαλαν στο χέρι πριν από μια ώρα. Ο νεαρός Αελίτης που το έφερε, μου είπε ότι του το έδωσαν πριν από ένα μήνα, πριν φτάσουμε εδώ, στο Δάκρυ, αλλά απευθύνεται σε μένα ονομαστικά, στην Πέτρα του Δακρύου». Κοίταξε το τελευταίο φύλλο. «Αβιέντα, ξέρεις την Άμυς, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ; Την Μπάιρ, της φυλής Χάιντο του Σάαραντ Άελ; Τη Μελαίν, της φυλής Τζιράντ του Γκόσιεν Άελ και τη Σεάνα, της φυλής του Μαύρου Βράχου του Νακάι Άελ; Αυτές το υπογράφουν».
«Είναι όλες Σοφές, Άες Σεντάι. Όλες τους Ονειροβάτισσες». Η στάση της Αβιέντα τώρα έδειχνε επιφυλακτική ετοιμότητα, αν και δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Έμοιαζε έτοιμη είτε να πολεμήσει, είτε να το σκάσει.
«Ονειροβάτισσες», είπε στοχαστικά η Μουαραίν. «Ίσως αυτή να είναι η εξήγηση. Έχω ακούσει για Ονειροβάτισσες». Στράφηκε στη δεύτερη σελίδα του γράμματος. «Να τι λένε για σένα. Τι είπαν ίσως πριν καν αποφασίσεις να έρθεις στο Δάκρυ. “Υπάρχει ανάμεσα στις Κόρες του Δόρατος, στην Πέτρα του Δακρύου, μια πεισματάρα κοπέλα ονόματι Αβιέντα, από τη φυλή των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ. Τώρα πρέπει να έρθει σε μας. Δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη αναμονή ή προφάσεις. Θα την περιμένουμε στις πλαγιές του Τσήνταρ, πάνω από το Ρουίντιαν”. Λέει κι άλλα για σένα, κυρίως όμως μου λέει ότι πρέπει να μεριμνήσω να πας δίχως καθυστέρηση. Αυτές οι Σοφές σας δίνουν διαταγές σαν την Άμερλιν». Άφησε ένα επιφώνημα που έδειχνε την ενόχλησή της, κάτι που έκανε την Ηλαίην να αναρωτηθεί αν οι Σοφές είχαν προσπαθήσει να διατάξουν και τις Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολύ πιθανό. Και δεν ήταν πιθανό να είχαν βγάλει κάτι έτσι. Πάντως, κάτι σ' αυτό το γράμμα ενοχλούσε τη Μουαραίν.
«Είμαι Φαρ Ντάραϊς Μάι», είπε θυμωμένα η Αβιέντα. «Δεν τρέχω σαν παιδάκι όταν φωνάζει κανείς το όνομά μου. Αν θέλω θα πάω στο Τάντσικο».
Η Ηλαίην σούφρωσε τα χείλη σκεφτικά. Αυτό ήταν κάτι καινούριο για την Αελίτισσα. Όχι ο θυμός —είχε ξαναδεί την Αβιέντα θυμωμένη, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό― αλλά το συναίσθημα που κρυβόταν πίσω. Αν μπορούσε να το περιγράψει με έναν τρόπο, θα έλεγε ότι η Αβιέντα είχε μουτρώσει. Αυτό φάνταζε απίθανο, όσο απίθανη φάνταζε και μια εικόνα του Λαν μουτρωμένου, αλλά έτσι ήταν.
Το είχε νιώσει και η Εγκουέν. Χάιδεψε το μπράτσο της Αβιέντα. «Δεν πειράζει. Αν θέλεις να πας στο Τάντσικο, χαίρομαι που θα προστατεύεις την Ηλαίην και τη Νυνάβε». Η Αβιέντα της έριξε μια δυστυχισμένη ματιά.
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι ελαφρά αλλά αποφασιστικά. «Το έδειξα στον Ρούαρκ». Η Αβιέντα άνοιξε το στόμα, με την ενόχληση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της, αλλά η Άες Σεντάι ύψωσε τη φωνή και συνέχισε ήρεμα. «Όπως μου ζητά το γράμμα. Μόνο το απόσπασμα που αφορά εσένα, φυσικά. Ο Ρούαρκ το έχει βάλει σκοπό να κάνεις αυτό που λέει το γράμμα. Αυτό που διατάζει. Νομίζω ότι είναι συνετό να ακούσεις τον Ρούαρκ και τις Σοφές, Αβιέντα. Δεν συμφωνείς;»
Το βλέμμα της Αβιέντα έψαξε αναστατωμένα το δωμάτιο, σαν να ήταν παγίδα. «Είμαι Φαρ Ντάραϊς Μάι», μουρμούρισε και ξεκίνησε για την πόρτα χωρίς άλλη κουβέντα.
Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα μπρος, μισοσηκώνοντας το χέρι για να τη σταματήσει, και ύστερα το χαμήλωσε, όταν η πόρτα έκλεισε με πάταγο. «Τι τη θέλουν;» απαίτησε να μάθει από τη Μουαραίν. «Πάντα ξέρεις περισσότερα απ' όσα λες. Τι μας κρύβεις τώρα;»