«Όποιος κι αν είναι ο λόγος των Σοφών», είπε ψυχρά η Μουαραίν, «σίγουρα είναι ζήτημα που αφορά την Αβιέντα κι αυτές. Αν ήθελε να το μάθετε, θα σας το έλεγε».
«Ποτέ δεν σταματάς να χειραγωγείς τους ανθρώπους», είπε η Νυνάβε πικρά. «Κάτι έβαλες την Αβιέντα να κάνει, έτσι δεν είναι;»
«Όχι εγώ. Οι Σοφές. Και ο Ρούαρκ». Η Μουαραίν δίπλωσε το γράμμα και το ξανάβαλε στο θύλακο της ζώνης της με μια στυφή έκφραση. «Η Αβιέντα μπορεί ανά πάσα στιγμή να του πει όχι. Ο αρχηγός φατρίας δεν είναι το ίδιο με βασιλιά, απ' όσο καταλαβαίνω τους τρόπους των Αελιτών».
«Μπορεί;» ρώτησε η Ηλαίην. Ο Ρούαρκ της θύμιζε τον Γκάρεθ Μπράυν. Ο Επικεφαλής της Βασιλικής Φρουράς της μητέρας της σπάνια πατούσε πόδι, όταν το έκανε όμως, ακόμα και η Μοργκέις δεν μπορούσε να τον μεταπείσει, εκτός αν του έδινε βασιλική διαταγή. Αυτή τη φορά δεν θα ερχόταν διαταγή από το θρόνο ― και τώρα που το σκεφτόταν η Ηλαίην, η Μοργκέις δεν είχε δώσει ποτέ τέτοια διαταγή στον Γκάρεθ Μπράυν, όταν αυτός αποφάσιζε ότι είχε δίκιο. Πάντως, η Ηλαίην περίμενε ότι και χωρίς διαταγή η Αβιέντα θα πήγαινε στις πλαγιές του Τσήνταρ, πάνω από το Ρουίντιαν. «Τουλάχιστον θα ταξιδέψει μαζί σου, Εγκουέν. Η Άμυς αποκλείεται να σε συναντήσει στο Φρούριο της Κρυόπετρας, αν σκοπεύει να περιμένει την Αβιέντα στο Ρουίντιαν. Μπορείτε να πάτε μαζί στην Άμυς».
«Μα δεν θέλω να έρθει μαζί μου», είπε περίλυπη η Εγκουέν, «χωρίς να το θέλει».
«Αφήστε τα θέλω και τα δεν θέλω», είπε η Νυνάβε, «έχουμε δουλειά να κάνουμε. Θα χρειαστείς πολλά πράγματα για το ταξίδι στην Ερημιά, Εγκουέν. Ο Λαν θα μου πει τι. Η Ηλαίην κι εγώ πρέπει να ετοιμαστούμε για το ταξίδι στο Τάντσικο. Φαντάζομαι ότι θα βρούμε πλοίο αύριο, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίσουμε από απόψε τι να πακετάρουμε».
«Υπάρχει ένα πλοίο των Άθα'αν Μιέρε στους μόλους του Μάουλε», είπε η Μουαραίν. «Ένα τρεχαντήρι. Δεν υπάρχει πιο γρήγορο πλοίο. Γρήγορο πλοίο δεν ήθελες;» Η Νυνάβε ένευσε σκυθρωπή.
«Μουαραίν», είπε η Ηλαίην, «τι θα κάνει τώρα ο Ραντ; Ύστερα από αυτή την επίθεση... Θα ξεκινήσει τον πόλεμο που θέλεις;»
«Δεν θέλω πόλεμο», απάντησε η Άες Σεντάι. «Θέλω να γίνει ό,τι πρέπει για φτάσει ζωντανός και να πολεμήσει στην Τάρμον Γκάι'ντον. Λέει ότι αύριο θα μας πει όλους τι σκοπεύει να κάνει».
Ένα ανεπαίσθητο συνοφρύωμα τάραξε το λείο μέτωπό της. «Αύριο θα ξέρουμε όλοι περισσότερα από απόψε». Έφυγε απότομα.
Αύριο, σκέφτηκε η Ηλαίην. Τι θα κάνει όταν τον το πω; Τι θα πει; Πρέπει να καταλάβει. Κάθισε με τις άλλες αποφασιστικά για να συζητήσουν τις προετοιμασίες.
13
Φήμες
Οι πελάτες της ταβέρνας ξεσήκωναν τον τόπο, όπως συνέβαινε σε όλες τις ταβέρνες του Μάουλε, οι οποίες ακούγονταν σαν κάρο γεμάτο χήνες και πιατικά που έτρεχε νυχτιάτικα στην κατηφοριά. Η οχλοβοή συναγωνιζόταν τους κόπους των μουσικών με τα τρία διαφορετικά τύμπανα, τα δύο τσίτερ με σφυράκια και το σφαιροειδές σεμσίρ, που άφηνε στριγκές τρίλιες. Οι σερβιτόρες φορούσαν σκούρα φορέματα, που κατέβαιναν ως τον αστράγαλο και είχαν το γιακά ως το σαγόνι, άσπρες ποδίτσες και στριμώχνονταν ανάμεσα στα γεμάτα τραπέζια, κρατώντας ψηλά τους δίσκους με τα πήλινα κύπελλα για να χωρέσουν και να περάσουν. Υπήρχαν ξυπόλητοι λιμενεργάτες με δερμάτινα γιλέκα, πλάι σε άντρες που φορούσαν σακάκια στενά στη μέση, καθώς και άλλοι, που κυκλοφορούσαν με γυμνό το στέρνο και είχαν πλατιές, πολύχρωμες ζώνες για να συγκρατούν τα φαρδιά παντελόνια τους. Το μέρος βρισκόταν τόσο κοντά στις αποβάθρες, που έβλεπες παντού μέσα στο πλήθος ξενικές ενδυμασίες· ψηλούς γιακάδες από το βορρά και μακριούς γιακάδες από το νότο, ασημένιες αλυσίδες σε σακάκια και καμπανάκια σε γιλέκα, μπότες ως το γόνατο και μπότες ως το μηρό, περιδέραια ή σκουλαρίκια φορεμένα από άντρες, δαντέλα σε σακάκια ή πουκάμισα. Ένας άντρας με μεγάλους ώμους και μεγάλη κοιλιά είχε ένα διχαλωτό, κίτρινο γένι, ενώ ένας άλλος είχε πασαλείψει με κάτι τα μουστάκια του για να λαμπυρίζουν κάτω από το φως της λάμπας και να τυλίγονται σε κουλούρες δεξιά κι αριστερά στο στενό πρόσωπό του. Ζάρια κυλούσαν σε τρεις γωνιές της αίθουσας και σε μερικά τραπέζια, με το ασήμι να αλλάζει γοργά χέρια μέσα σε φωνές και γέλια.
Ο Ματ καθόταν μόνος του, με την πλάτη στον τοίχο, έτσι που να βλέπει όλες τις πόρτες, αν και το βλέμμα του συνήθως ήταν προσηλωμένο στο απείραχτο κύπελλο με το σκούρο κόκκινο κρασί. Δεν πλησίαζε τον κόσμο που έπαιζε ζάρια και δεν έριχνε καμία ματιά στους αστραγάλους των κοριτσιών που σερβίριζαν. Επειδή η ταβέρνα ήταν γεμάτη, κάποιοι προσπαθούσαν μερικές φορές να καθίσουν στο τραπέζι του, αλλά όταν κοίταζαν καλά το πρόσωπό του, έφευγαν για να στριμωχτούν σε κάποιον πάγκο αλλού.