Выбрать главу

Βούτηξε το ακροδάχτυλό του στο κρασί και άρχισε να σχεδιάζει αφηρημένα στο τραπέζι. Αυτοί οι ανόητοι δεν είχαν ιδέα τι είχε συμβεί απόψε στην Πέτρα. Είχε ακούσει μερικούς Δακρινούς να αναφέρουν κάποιες φασαρίες, γοργά λόγια που έσβηναν μέσα σε νευρικά γέλια. Ήξεραν και δεν ήθελαν να ξέρουν. Μακάρι να μην ήξερε ούτε κι ο ίδιος, σχεδόν το ευχόταν. Όχι, ευχόταν να ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί. Οι εικόνες τρεμόπαιζαν στο νου του, άστραφταν μέσα από τρύπες στη μνήμη του, δεν έβγαζαν νόημα.

Η οχλοβοή της μάχης στο βάθος αντηχούσε στο διάδρομο, αμυδρή εξαιτίας των υφαντών. Τράβηξε το μαχαίρι τον από το πτώμα τον Φαιού με τρεμάμενο χέρι. Ένας Φαιός που τον κυνηγούσε. Πρέπει να τον κυνηγούσε. Οι Φαιοί δεν τριγυρνούσαν σκοτώνοντας τυχαία· είχαν στόχο, ακριβώς σαν ένα βέλος. Γύρισε για να τρέξει και να, μπροστά τον ένας Μυρντράαλ, ο οποίος τον πλησίαζε σαν φίδι με πόδια, με ένα ασπρουλιάρικο και ανόφθαλμο πρόσωπο που έκανε το ρίγος να φτάσει μέχρι τα κόκαλά του. Στα τριάντα βήματα εξαπέλυσε το μαχαίρι ίσια προς το σημείο που θα έπρεπε να υπάρχει μάτι· απ' αυτή την απόσταση μπορούσε να πετύχει μια τρύπα στο μέγεθος ματιού τέσσερις φορές στις πέντε.

Το μαύρο σπαθί τον Ξέθωρου θόλωσε από την ταχύτητα και απέκρουσε το μαχαίρι σχεδόν με άνεση· δεν έκοψε καν το βήμα. «Ώρα να πεθάνεις, Χορνσάουντερ». Η φωνή τον ήταν σαν το συριγμό της κόκκινης οχιάς, προειδοποιούσε για θάνατο.

Ο Ματ οπισθοχώρησε. Τώρα είχε ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι, αν και δεν θυμόταν να τα είχε τραβήξει. Όχι ότι τα μαχαίρια μπορούσαν να τα βάλουν με σπαθί, αλλά αν το έβαζε στα πόδια, η μαύρη λεπίδα θα καρφωνόταν στη ράχη του, αυτό ήταν σίγουρο όσο κι ότι πέντε εξάρια νικούσαν τέσσερα τριάρια. Μακάρι να είχε μια καλή πολεμική ράβδο. Ή ένα τόξο· άραγε τι θα έκανε αυτό το πλάσμα ενάντια στο βέλος ενός μακρύ τόξου των Δύο Ποταμών; Μακάρι να ήταν κάπου αλλού. Θα πέθαινε εδώ.

Ξαφνικά, μια ντουζίνα Τρόλοκ ξεχύθηκαν από ένα διπλανό διάδρομο και έπεσαν πάνω στον Ξέθωρο, δημιουργώντας ένα ξέφρενο χάος από πέλεκεις που πετσόκοβαν και σπαθιά που κάρφωναν. Ο Ματ έμεινε να κοιτάζει κατάπληκτος, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ο Ημιάνθρωπος πολεμούσε σαν ανεμοστρόβιλος με μαύρη αρματωσιά. Πάνω από τους μισούς Τρόλοκ είχαν σκοτωθεί ή πέθαιναν, όταν πια ο Ξέθωρος σωριάστηκε κάτω σπαρταρώντας· το ένα χέρι τον τινάζονταν και σφάδαζε σαν λαβωμένο φίδι τρία βήματα από το σώμα του, κρατώντας ακόμα στη γροθιά εκείνο το μαύρο ξίφος.

Ένας Τρόλοκ με τραγίσια κέρατα κοίταξε τον Ματ και ύψωσε τη μουσούδια για να οσμιστεί τον αέρα. Του γρύλισε κι ύστερα κλαψούρισε και άρχισε να γλείφει τη μακριά χαρακιά που είχε ανοίξει την πανοπλία και τον τριχωτό πήχη του. Οι άλλοι έκοψαν τους λαιμούς των πληγωμένων τους και ο ένας γάβγισε μερικές τραχιές, λαρυγγώδεις λέξεις. Δίχως να ρίξουν δεύτερη ματιά στον Ματ, γύρισαν και έφυγαν τροχάδην, με τις οπλές και τις μπότες να αφήνουν κούφιους ήχους στο πέτρινο δάπεδο.

Έφυγαν και τον άφησαν. Ο Ματ ανατρίχιασε. Οι Τρόλοκ δυνάμεις σωτηρίας. Που τον είχε μπλέξει τώρα ο Ραντ; Είδε αυτό που είχε ζωγραφίσει με το κρασί του —μια ανοιχτή πόρτα― και το έσβησε θυμωμένος. Έπρεπε να ξεφύγει από δω. Έπρεπε. Αλλά παράλληλα ένιωθε την προτροπή στο βάθος του μυαλού του, που έλεγε ότι ήταν ώρα να γυρίσει στην Πέτρα. Την έδιωξε θυμωμένα, όμως συνέχισε να τον τρώει.

Έπιασε κάτι λόγια από το τραπέζι στα δεξιά του, εκεί που ο τύπος με το λιπόσαρκο πρόσωπο και την κουλουριαστή μουστάκα μιλούσε με βαριά Λαγκαρντινή προφορά. «Δεν λέω, σίγουρα ο Δράκοντάς σας είναι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά δεν φτάνει τον Λογκαίν ούτε στο νυχάκι. Ο Λογκαίν είχε βάλει όλη την Γκεάλνταν στον πόλεμο κι επίσης τη μισή Αμαδισία και την Αλτάρα. Έκανε τη γη να καταπιεί ολόκληρες πόλεις που του αντιστέκονταν. Κτίρια, ανθρώπους και ό,τι άλλο. Κι εκείνος στη Σαλδαία, ο Μασήμ; Λένε πως έκανε τον ήλιο να ακινητοποιηθεί, ώσπου νίκησε το στρατό του Άρχοντα του Μπασίρ. Έτσι ακριβώς έγινε, λένε».

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Η Πέτρα είχε αλωθεί, το Καλαντόρ ήταν στο χέρι του Ραντ κι αυτός ο βλάκας ακόμα νόμιζε ότι επρόκειτο για άλλο έναν ψεύτικο Δράκοντα. Πάνω στο τραπέζι είχε σκιτσάρει πάλι εκείνη την πόρτα. Την έσβησε με το χέρι, άρπαξε το κρασί κι ύστερα σταμάτησε με το κύπελλο λίγο πριν από το στόμα του. Μέσα στο σαματά, το αφτί του είχε πιάσει ένα γνώριμο όνομα, που το είχαν πει σ' ένα κοντινό τραπέζι. Έκανε πίσω τον πάγκο του για να σηκωθεί και πλησίασε εκείνο το τραπέζι με το κύπελλο στο χέρι.

Αυτοί που κάθονταν ολόγυρα στο τραπέζι ήταν ένα δείγμα του αλλόκοτου μείγματος που έβρισκε κανείς στα καπηλειά του Μάουλε. Ήταν δύο ξυπόλητοι ναύτες με λαδωμένα σακάκια και γυμνό το στέρνο, όπου ο ένας είχε μια χοντρή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό· ένας άντρας που κάποτε ήταν χοντρός και τώρα τα σαγόνια του είχαν σακουλιάσει, ο οποίος φορούσε ένα σκούρο Καιρχινό σακάκι με κόκκινες, χρυσές και πράσινες διαγώνιες κορδέλες στο στήθος, που ίσως έδειχναν ότι ήταν ευγενής, αν και το ένα μανίκι ήταν σχισμένο στον ώμο —πολλοί Καιρχινοί πρόσφυγες είχαν κατρακυλήσει στην κοινωνική ιεραρχία· μια γκριζομάλλα γυναίκα που φορούσε μουντά μπλε χρώματα, με σκληρό πρόσωπο, κοφτερό βλέμμα και χοντρά, χρυσά δαχτυλίδια· και ο ομιλητής, ο φίλος με τη διχαλωτή γενειάδα, που είχε στο αφτί ένα ρουμπίνι μεγάλο σαν αυγό περιστεριού. Τρεις χρυσές αλυσίδες κύκλωναν το φαρδύ στήθος του πάνω από το σκούρο κόκκινο σακάκι, που δήλωναν ότι ήταν ένας Καντορινός μεγαλέμπορος. Στο Κάντορ οι έμποροι είχαν συντεχνία.