Выбрать главу

Οι κουβέντες έπαψαν και όλα τα βλέμματα γύρισαν στον Ματ, όταν σταμάτησε στο τραπέζι τους. «Άκουσα να λες για τους Δύο Ποταμούς».

Ο διχαλογένης του έριξε μια γρήγορη ματιά από πάνω ως κάτω. Είδε τα αχτένιστα μαλλιά, τη σφιγμένη έκφραση στο πρόσωπο και το κρασί στο χέρι, τις αστραφτερές, μαύρες μπότες και το πράσινο σακάκι με τα χρυσά κεντίδια, το οποίο ήταν ανοιχτό ως τη μέση για να αποκαλύψει ένα χιονάτο, λινό πουκάμισο, που όμως τόσο το σακάκι όσο και το πουκάμισο ήταν κατατσαλακωμένα. Με δυο λόγια, ήταν η προσωποποίηση ενός νεαρού ευγενή, που διασκέδαζε μέσα στους κοινούς θνητούς. «Ακριβώς, Άρχοντά μου», είπε κεφάτα. «Πάω στοίχημα, είπα, ότι δεν θα έχουν ταμπάκ εκεί φέτος. Όμως εγώ διαθέτω είκοσι βαρέλια γεμάτα με τα πιο εκλεκτό φύλλο των Δύο Ποταμών, που καλύτερό του δεν υπάρχει. Αργότερα φέτος θα πιάσει πολύ καλή τιμή. Αν ο Άρχοντάς μου ήθελε ένα βαρέλι για προσωπική χρήση» —τράβηξε τη μια άκρη του κίτρινου γενιού του και ακούμπησε το δάχτυλο του στο πλάι της μύτης του― «είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσα να —»

«Πας στοίχημα, έτσι δεν είναι;» είπε μαλακά ο Ματ, σταματώντας τον. «Γιατί να μην έχει ταμπάκ φέτος στους Δύο Ποταμούς;»

«Μα είναι οι Λευκομανδίτες, Άρχοντά μου. Τα Τέκνα του Φωτός».

«Τι έκαναν οι Λευκομανδίτες;»

Ο μεγαλέμπορος κοίταξε ολόγυρα στο τραπέζι για βοήθεια· υπήρχε μια απειλητική χροιά σε εκείνο τον ήσυχο τόνο. Οι ναύτες έδειχναν ότι, αν τολμούσαν, θα έφευγαν. Ο Καιρχινός κοίταζε τον Ματ με το κορμί υπερβολικά ίσιο, στρώνοντας το τριμμένο σακάκι του καθώς ταλαντευόταν αργά· το άδειο κύπελλο μπροστά του προφανώς δεν ήταν το πρώτο. Η γκριζομάλλα γυναίκα είχε το κύπελλο στο στόμα και το έξυπνο βλέμμα της μετρούσε τον Ματ, καθώς τον κοίταζε πάνω από το χείλος του.

Ο έμπορος κατόρθωσε να υποκλιθεί καθιστός και συνέχισε με δουλικό τόνο. «Άρχοντά μου, οι φήμες λένε ότι οι Λευκομανδίτες πήγαν στους Δύο Ποταμούς. Κυνηγάνε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, έτσι λέγεται. Αν και φυσικά αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, αφού ο Άρχοντας Δράκοντας είναι εδώ, στο Δάκρυ». Κοίταξε τον Ματ για να δει πώς τα δεχόταν αυτά· η έκφραση του Ματ δεν άλλαξε.

«Οι φήμες αυτές κυκλοφορούν αδέσποτες, Άρχοντά μου. Ίσως να είναι μόνο λόγια του αέρα. Οι ίδιες φήμες λένε ότι οι Λευκομανδίτες ψάχνουν επίσης κι ένα Σκοτεινόφιλο με κίτρινα μάτια. Άκουσες ποτέ για άνθρωπο με κίτρινα μάτια, Άρχοντά μου; Ούτε κι εγώ. Λόγια του αέρα».

Ο Ματ άφησε το κύπελλό του στο τραπέζι και έγειρε πιο κοντά στον έμπορο. «Ποιον άλλο κυνηγάνε, σύμφωνα μ' αυτές τις φήμες; Τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Έναν άντρα με κίτρινα μάτια. Ποιον άλλο;»

Χάντρες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του εμπόρου. «Κανέναν, Άρχοντά μου. Δεν άκουσα για κανέναν. Είναι μόνο φήμες, Άρχοντά μου. Άχυρα στον άνεμο· τίποτα παραπάνω. Μια τούφα καπνός, που γρήγορα χάνεται. Θα μπορούσα να έχω την τιμή να προσφέρω στον Άρχοντά μου ένα βαρέλι με Δυποταμίτικο ταμπάκ; Μια χειρονομία για την εκτίμηση που... την τιμή του... να εκφράσω το...»

Ο Ματ πέταξε μια Αντορανή χρυσή κορώνα στο τραπέζι. «Σας κερνάω το κρασί, όσο μπορείτε να πάρετε μ' αυτό».

Ενώ έστριβε, άκουσε τα μουρμουρητά στο τραπέζι. «Νόμιζα ότι θα μου κόψει το λαιμό. Ξέρεις πώς κάνουν αυτά τα αρχοντόπουλα όταν τους βαρέσει το κρασί στο κεφάλι». Αυτό το είχε πει ο διχαλογένης έμπορος. «Παράξενος νεαρός», είπε η γυναίκα. «Επικίνδυνος. Μην πας να του τη φέρεις με τα τεχνάσματά σου, Πήτραμ». «Νομίζω ότι δεν είναι άρχοντας», είπε νευρικά ένας άλλος. Ο Ματ υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν ο Καιρχινός. Μόρφασε. Άρχοντας; Δεν ήθελε να γίνει άρχοντας, ακόμα κι αν τον παρακαλούσαν. Λευκομανδίτες στους Δύο Ποταμούς. Φως μου! Το Φως να μας βοηθήσει!

Πλησίασε την πόρτα ανοίγοντας δρόμο στην κοσμοσυρροή και πήρε δυο ξυλοπέδιλα από το σωρό στον τοίχο. Δεν είχε ιδέα αν ήταν εκείνα που φορούσε ερχόμενος —όλα έμοιαζαν ίδια― και δεν τον ένοιαζε. Ταίριαζαν στις μπότες του.