Έξω είχε πιάσει βροχή, μια ψιχάλα που έκανε το σκοτάδι ακόμα βαθύτερο. Σήκωσε το γιακά του και άρχισε να πλατσουρίζει στους λασπερούς δρόμους του Μάουλε καθώς έτρεχε αδέξια, περνώντας μπροστά από φωταγωγημένα πανδοχεία, από ταβέρνες όλο φασαρία και από σπίτια με σκοτεινά παράθυρα. Όταν η λάσπη έδωσε τη θέση της στο πλακόστρωτο, στο τείχος που έδειχνε ότι άρχιζε η εσωτερική πόλη, πέταξε τα ξυλοπέδιλα και συνέχισε να τρέχει. Οι Υπερασπιστές που φυλούσαν την κοντινότερη πύλη της Πέτρας τον άφησαν να περάσει δίχως λέξη· ήξεραν ποιος ήταν. Έτρεξε ως το δωμάτιο του Πέριν και άνοιξε με δύναμη την πόρτα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην τρύπα που άνοιξε στο ξύλο. Τα σακίδια της σέλας του Πέριν ήταν πάνω στο κρεβάτι και ο Πέριν έχωνε μέσα πουκάμισα και κάλτσες. Μόνο ένα κερί ήταν αναμμένο, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να προσέχει ότι ήταν μισοσκόταδο.
«Τα έμαθες λοιπόν», είπε ο Ματ.
Ο Πέριν δεν σταμάτησε να μαζεύει τα πράγματα. «Για το χωριό; Ναι. Βγήκα να ακούσω καμιά φήμη για τη Φάιλε. Μετά τα αποψινά, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να την...» Το γρύλισμα που βγήκε βαθιά από το λαρύγγι του έκανε τον Ματ να ανατριχιάσει· θύμιζε έντονα θυμωμένο λύκο. «Δεν έχει σημασία. Τα έμαθα. Κι έτσι ακόμα, μπορεί να βολέψει».
Τι να βολέψει; αναρωτήθηκε ο Ματ. «Το πιστεύεις;»
Ο Πέριν σήκωσε το κεφάλι· τα μάτια του αντανάκλασαν το φως του κεριού κι άστραψαν μ' ένα θαμπό, χρυσοκίτρινο χρώμα. «Δεν μου φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία. Μοιάζει πολύ με την αλήθεια».
Ο Ματ σάλεψε τα πόδια με αμηχανία. «Το ξέρει ο Ραντ;» Ο Πέριν απλώς ένευσε και συνέχισε να πακετάρει. «Τι λέει, λοιπόν;»
Ο Πέριν σταμάτησε και κοίταξε το διπλωμένο μανδύα στα χέρια του. «Άρχισε να μονολογεί μουρμουρίζοντας. “Είπε ότι θα το κάνει. Έτσι είπε. Κακώς που δεν τον πίστεψα”. Τέτοια πράγματα. Δεν έβγαζες νόημα. Ύστερα με άρπαξε από το γιακά και είπε ότι θα κάνει “αυτό που δεν περιμένουν”. Ήθελε να μου δώσει να καταλάβω, αλλά δεν ξέρω αν καταλαβαίνει κι ο ίδιος. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει αν θα μείνω ή αν φύγω. Όχι, το παίρνω πίσω. Νομίζω ότι ανακουφίστηκε που φεύγω».
«Το ζουμί είναι ότι δεν πρόκειται να κάνει τίποτα», είπε ο Ματ. «Φως μου, με το Καλαντόρ θα μπορούσε να θερίσει χίλιους Λευκομανδίτες! Είδες τι έκανε στους βρωμο-Τρόλοκ. Εσύ φεύγεις, έτσι δεν είναι; Θα γυρίσεις στους Δύο Ποταμούς; Μονάχος;»
«Εκτός αν έρθεις κι εσύ». Ο Πέριν έχωσε το μανδύα στα σακίδια της σέλας. «Έρχεσαι;»
Αντί να απαντήσει, ο Ματ άρχισε να βηματίζει μπρος-πίσω στο δωμάτιο, με το πρόσωπό του πότε στο ημίφως και πότε στη σκιά. Η μητέρα του και ο πατέρας του ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, όπως και οι αδελφές του. Οι Λευκομανδίτες δεν είχαν λόγο να τους κάνουν κακό. Αν πήγαινε σπίτι, είχε την αίσθηση ότι δεν θα ξανάφευγε, ότι η μητέρα του θα τον πάντρευε στο πι και φι. Αλλά αν δεν πήγαινε, αν τους είχαν πειράξει οι Λευκομανδίτες... Οι Λευκομανδίτες δεν χρειάζονταν τίποτα, μια φήμη τους έφτανε, έτσι είχε ακούσει. Γιατί όμως να υπάρχουν φήμες για τους δικούς του; Ακόμα και οι Κόπλιν, που ήταν ψεύτες και ταραχοποιοί από τον πρώτο ως τον τελευταίο, συμπαθούσαν τον πατέρα του. Όλοι συμπαθούσαν τον Άμπελ Κώθον.
«Δεν είσαι υποχρεωμένος», είπε ήσυχα ο Πέριν. «Δεν άκουσα πουθενά να σε αναφέρουν. Μόνο τον Ραντ κι εμένα».
«Που να καώ, θα έρ...» Δεν μπορούσε να το πει. Ήταν εύκολο να σκεφτεί ότι θα πάει, αλλά να το πει; Ο λαιμός του σφίχτηκε και έπνιξε τις λέξεις. «Πέριν, για σένα είναι εύκολο; Το να πας εννοώ. Δεν... νιώθεις τίποτα που να σε κρατά πίσω; Που να σου λέει λόγους για να μην πας;»
«Εκατό λόγους, Ματ, αλλά ξέρω ότι ο κύριος είναι δυο λέξεις, Ραντ και τα'βίρεν. Δεν το παραδέχεσαι, έτσι δεν είναι; Εκατό λόγοι να μείνω, αλλά ο ένας για να φύγω μετράει περισσότερο. Οι Λευκομανδίτες είναι στους Δύο Ποταμούς και θα κάνουν κακό στους ανθρώπους προσπαθώντας να με βρουν. Μπορώ να το σταματήσω, αν πάω».
«Γιατί άραγε οι Λευκομανδίτες να σε θέλουν τόσο, ώστε να μη διστάσουν να κάνουν κακό; Φως μου, αν πάνε και ρωτήσουν για κάποιον με κίτρινα μάτια, κανένας στο Πεδίο του Έμοντ δεν θα ξέρει για ποιον μιλάνε! Και πώς μπορείς εσύ να τους εμποδίσεις; Δυο χέρια ακόμα δεν μπορούν να βοηθήσουν και πολύ. Οι Λευκομανδίτες δεν ξέρουν τι τους γίνεται, αν νομίζουν ότι μπορούν να φοβίσουν τον κόσμο στους Δύο Ποταμούς».
«Ξέρουν το όνομά μου», είπε μαλακά ο Πέριν. Το βλέμμα του στράφηκε στο τσεκούρι του, με τη ζώνη δεμένη γύρω από τη λαβή να κρέμεται από ένα άγκιστρο στον τοίχο. Ή ίσως να κοίταζε το σφυρί του, που στεκόταν γερμένο στον τοίχο κάτω από το τσεκούρι· ο Ματ δεν ήταν σίγουρος. «Μπορούν να βρουν την οικογένειά μου. Κι αν ρωτήσει κανείς γιατί το κάνουν, έχουν τους λόγους τους. Όπως κι εγώ έχω τους δικούς μου. Ποιος μπορεί να πει τίνος είναι πιο σωστοί;»