Выбрать главу

«Που να καώ, Πέριν. Που να καώ! Θέλω να έρ..έρ... Βλέπεις; Τώρα δεν μπορώ ούτε να το πω. Θαρρείς και το κεφάλι μου ξέρει ότι, αν το πω, θα κάνω. Δεν μπορώ ούτε από το νου μου να το βγάλω».

«Διαφορετικά μονοπάτια. Μας έχουν στείλει κι άλλοτε σε διαφορετικά μονοπάτια».

«Να καούν τα διαφορετικά μονοπάτια», μούγκρισε ο Ματ. «Τον βαρέθηκα τον Ραντ και τις Άες Σεντάι, που με στέλνουν στα καμένα τα μονοπάτια τους. Έτσι, για αλλαγή, θέλω να πάω εκεί που θέλω, να κάνω αυτό που θέλω!» Γύρισε να πάει κατά την πόρτα, αλλά η φωνή του Πέριν τον ακινητοποίησε.

«Ελπίζω το μονοπάτι σου να είναι ευτυχισμένο, Ματ. Το Φως να σου στέλνει όμορφες κοπελιές και ανόητους που θέλουν να τζογάρουν».

«Α, που να καώ, Πέριν. Το Φως να δώσει και σε σένα ό,τι επιθυμείς».

«Νομίζω ότι αυτό θα κάνει». Δεν φαινόταν να χαίρεται μ' αυτή την προοπτική.

«Θα πεις στον μπαμπά μου ότι είμαι καλά; Και στη μητέρα μου; Όλο ανησυχούσε. Και πρόσεχε τις αδελφές μου. Με κατασκόπευαν και τα έλεγαν όλα στη μητέρα μου, αλλά δεν θέλω να πάθουν τίποτα».

«Σου το υπόσχομαι, Ματ».

Ο Ματ έκλεισε την πόρτα πίσω του και πήρε να τριγυρνά άσκοπα στους διαδρόμους. Οι αδελφές του, η Έλντριν και η Μπόντχουιν, πάντα ήταν έτοιμες να τρέξουν φωνάζοντας «μαμά, ο Ματ έμπλεξε πάλι, ο Ματ κάνει κάτι που δεν έπρεπε, μαμά». Ειδικά η Μποντ. Τώρα θα ήταν η μια δεκάξι και η άλλη δεκαεφτά χρόνων. Μάλλον σε λίγο θα άρχιζαν να σκέφτονται για παντρολογήματα, έχοντας ήδη διαλέξει κάποιον χαζό γεωργό, είτε αυτός το ήξερε, είτε όχι. Αλήθεια, ο Ματ έλειπε τόσον καιρό από το χωριό; Μερικές φορές δεν το συνειδητοποιούσε. Άλλοτε ένιωθε σαν να είχε αφήσει το Πεδίο του Έμοντ μόλις πριν από μια-δυο βδομάδες κι άλλοτε του φαινόταν σαν να είχαν περάσει χρόνια, που δεν τα καλοθυμόταν. Θυμόταν την Έλντριν και την Μποντ να χαμογελάνε ειρωνικά αφού είχε φάει ξύλο, αλλά τα πρόσωπά τους δεν ήταν πια καθαρά. Τα πρόσωπα των ίδιων του των αδελφών. Αυτές οι άτιμες οι τρύπες στη μνήμη του, που ήταν σαν τρύπες στη ζωή του.

Είδε την Μπερελαίν να προχωρά προς το μέρος του και ασυναίσθητα χαμογέλασε πλατιά. Αν και είχε τη μύτη ψηλά, ήταν μια καλοφτιαγμένη γυναίκα. Το λευκό, μεταξωτό, κολλητό ύφασμα ήταν τόσο λεπτό που έκανε για μαντίλι, πόσο μάλλον που ήταν χαμηλά κομμένο για να εκθέτει ένα μεγάλο μέρος του έξοχου, χλωμού κόρφου της.

Της χάρισε την καλύτερη υπόκλιση που μπορούσε, κομψά και επίσημα. «Καλησπέρα, Αρχόντισσά μου». Αυτή παραμέρισε για να τον προσπεράσει δίχως να του ρίξει ούτε μια ματιά κι αυτός σηκώθηκε θυμωμένα. «Είσαι και κουφή εκτός από τυφλή, κυρά μου; Δεν είμαι χαλί να με πατήσεις και θυμάμαι καθαρά ότι σου μίλησα. Αν σου τσιμπήσω τον πισινό, τότε έχεις το ελεύθερο να με χαστουκίσεις, αλλά ως τότε, περιμένω να ανταποδίδεις την ευγένεια με ευγένεια!»

Η Πρώτη σταμάτησε επιτόπου, κοιτάζοντάς τον με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν οι γυναίκες. Με εκείνη τη ματιά θα μπορούσε να του ράψει πουκάμισο και να βρει το βάρος του, όπως επίσης και να του πει πότε είχε κάνει το τελευταίο μπάνιο του. Έπειτα γύρισε κι έφυγε, μουρμουρίζοντας κάτι μόνη της. «Μου μοιάζει πολύ», ήταν το μόνο που έπιασε ο Ματ.

Έμεινε να την κοιτάζει εμβρόντητος. Δεν του είχε πει κουβέντα! Με τέτοιο πρόσωπο, με τέτοια περπατησιά και με τη μύτη τόσο ψηλά, ήταν θαύμα που τα πόδια της πατούσαν το έδαφος. Να τι πάθαινες όταν μιλούσες σε γυναίκες σαν την Μπερελαίν και την Ηλαίην. Ήταν αριστοκράτισσες που σε περνούσαν για σκουπίδι, εκτός αν είχες παλάτι και οικογένεια που καταγόταν από τον ίδιο τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Τέλος πάντων, ο Ματ ήξερε μια παχουλή βοηθό μαγείρισσα —όσο παχουλή χρειαζόταν― που δεν τον περνούσε για σκουπίδι. Η Ντάρα είχε έναν τρόπο να του δαγκώνει τα αφτιά, που...

Οι σκέψεις του πάγωσαν. Σκεφτόταν να δει αν η Ντάρα ήταν ξυπνητή και είχε διάθεση για αγκαλιάσματα. Είχε σκεφτεί ακόμα και να φλερτάρει με την Μπερελαίν. Την Μπερελαίν! Πρόσεχε ης αδελφές μου, ήταν τα τελευταία λόγια που είχε πει στον Πέριν. Σαν να είχε ήδη αποφασίσει, σαν να ήξερε τι θα έκανε. Μόνο που δεν είχε πάρει απόφαση τίποτα. Δεν θα το αποφάσιζε έτσι εύκολα, δεν θα παραδινόταν. Υπήρχε τρόπος, ίσως.

Έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα από την τσέπη του, το πέταξε στον αέρα και το άρπαξε πάλι, πιάνοντάς το στη ράχη του άλλου χεριού του. Είδε για πρώτη φορά ότι ήταν ένα μάρκο της Ταρ Βάλον. Ο Πέριν έμεινε να κοιτάζει τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, που απεικονιζόταν σαν δάκρυ. «Να καούν όλες οι Άες Σεντάι!» ανακοίνωσε μεγαλόφωνα. «Και να καεί ο Ραντ αλ'Θόρ, που μ' έμπλεξε σ' όλα αυτά!»