«Όχι. Δεν ακούς τι λέω;»
Αυτή τίναξε ξανά το κεφάλι, αλλά τώρα υπήρχε μια διαφορά, αν και ο Πέριν δεν καταλάβαινε ποια. Η Μπερελαίν τον εξέτασε σκεφτικά με το βλέμμα για μια στιγμή. «Πολύ εντυπωσιακά μάτια», μουρμούρισε σχεδόν μονολογώντας.
«Τι;» Ξαφνικά ο Πέριν κατάλαβε ότι στεκόταν μπροστά της γυμνός ως τη μέση. Το προσηλωμένο βλέμμα της ξαφνικά του θύμισε άνθρωπο που περιεργάζεται άλογο πριν το αγοράσει. Να δεις που μετά θα του ψαχούλευε τους αστραγάλους και θα εξέταζε τα δόντια του. Άρπαξε το πουκάμισο που είχε αφήσει για να φορέσει το πρωί και το έβαλε γοργά πάνω από το κεφάλι του. «Δώσε το μήνυμά σου σε κάποιον υπηρέτη. Τώρα θέλω να ξαπλώσω. Σκοπεύω να ξυπνήσω πρωί αύριο. Πριν χαράξει».
«Πού θα πας αύριο;»
«Σπίτι. Στους Δύο Ποταμούς. Είναι αργά. Αφού φεύγεις κι εσύ αύριο, καλά θα κάνεις να κοιμηθείς λιγάκι. Εγώ, πάντως, είμαι κουρασμένος». Χασμουρήθηκε, ανοίγοντας όσο μπορούσε περισσότερο το στόμα.
Εκείνη δεν έλεγε να φύγει από το δωμάτιο. «Είσαι σιδεράς; Χρειάζομαι ένα σιδερά στο Μαγιέν. Για να φτιάξει μεταλλικά διακοσμητικά. Μπορείς να μείνεις λίγο, πριν επιστρέψεις στους Δύο Ποταμούς; Θα βρεις το Μαγιέν... ευχάριστο».
«Εγώ θα πάω σπίτι», της είπε αποφασισμένα, «κι εσύ θα γυρίσεις στα δωμάτιά σου».
Η Μπερελαίν ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους, κάτι που τον έκανε να πάρει το βλέμμα βιαστικά. «Ίσως κάποια άλλη μέρα. Πάντα στο τέλος αποκτώ αυτό που θέλω. Και νομίζω ότι θέλω» —κοντοστάθηκε και τον κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια― «μεταλλικά διακοσμητικά. Για τα παράθυρα του υπνοδωματίου μου». Του χαμογέλασε τόσο αθώα, που αυτός άκουσε σήμαντρα συναγερμού να ηχούν στο κεφάλι του.
Η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα η Φάιλε. «Πέριν, πήγα στην πόλη να σε βρω και άκουσα μια φήμη —» Πάγωσε απότομα και κάρφωσε το άγριο βλέμμα της στην Μπερελαίν.
Η Πρώτη την αγνόησε. Σίμωσε τον Πέριν. Το χέρι της ανηφόρισε στο μπράτσο του και πέρασε τον ώμο του. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα του χαμήλωνε το κεφάλι για να τον φιλήσει —είχε υψώσει το κεφάλι της, σαν έτοιμη γι' αυτό― αλλά αυτή άπλωσε μόνο το χέρι της στο σβέρκο του, του έδωσε ένα γοργό χάδι και έκανε πίσω. Όλα είχαν τελειώσει, πριν ο Πέριν μπορέσει να κάνει μια κίνηση για να τη σταματήσει. «Μην ξεχνάς», του είπε απαλά, σαν να ήταν μόνοι, «πάντα αποκτώ αυτό που θέλω». Πέρασε δίπλα από τη Φάιλε και βγήκε από το δωμάτιο.
Αυτός περίμενε την έκρηξη της Φάιλε, όμως εκείνη έριξε μια ματιά στα γεμάτα σακίδια. «Βλέπω ότι ήδη άκουσες τις φήμες. Δεν είναι παρά φήμες, Πέριν», είπε μόνο.
«Τα κίτρινα μάτια σημαίνουν ότι είναι κάτι παραπάνω». Κανονικά θα έπρεπε να έχει ανάψει σαν μια αρμαθιά κλαράκια που πετάχτηκαν στη φωτιά. Γιατί ήταν τόσο ψύχραιμη; «Πολύ καλά. Το επόμενο πρόβλημα, λοιπόν, είναι η Μουαραίν. Λες να δοκιμάσει να σε σταματήσει;»
«Αν δεν το μάθει, όχι. Αν δοκιμάσει, εγώ θα φύγω ούτως ή άλλως. Έχω οικογένεια και φίλους, Φάιλε· δεν θα τους εγκαταλείψω στους Λευκομανδίτες. Ελπίζω, όμως, να μην το μάθει πριν απομακρυνθώ από την πόλη». Ακόμα και το βλέμμα της ήταν γαλήνιο, σαν σκοτεινές λιμνούλες μέσα σε δάσος. Ένιωσε τις τρίχες του να σηκώνονται.
«Όμως οι φήμες θα έκαναν βδομάδες για να έρθουν στο Δάκρυ και θα χρειαστούν βδομάδες για να φτάσεις με άλογο στους Δύο Ποταμούς. Μπορεί ως τότε οι Λευκομανδίτες να έχουν φύγει. Τέλος πάντων, εγώ ήθελα να φύγεις από δω. Ας μην παραπονιέμαι. Απλώς θέλω να ξέρεις τι σε περιμένει».
«Δεν θα χρειαστούν βδομάδες, αν πάω από τις Οδούς», της είπε. «Δύο μέρες, ίσως τρεις». Δύο μέρες. Μάλλον δεν γινόταν πιο γρήγορα.
«Είσαι τρελός, όσο κι ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε αυτή έκπληκτη. Κάθισε στο κρεβάτι του, σταύρωσε τα πόδια της και του μίλησε με φωνή σαν να έκανε κήρυγμα σε μικρά παιδιά. «Αν μπεις στις Οδούς, θα βγεις αθεράπευτα τρελός. Αν βγεις καν, που το πιο πιθανό είναι να μη βγεις καθόλου. Οι Οδοί έχουν μιανθεί, Πέριν. Είναι σκοτεινές εδώ και —πόσο είναι;― τριακόσια χρόνια; Τετρακόσια; Ρώτα τον Λόιαλ. Αυτός ξέρει να σου πει. Οι Ογκιρανοί ήταν αυτοί που έφτιαξαν τις Οδούς, ή τις μεγάλωσαν, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκαναν, τέλος πάντων. Ούτε οι ίδιοι τις χρησιμοποιούν. Ακόμα κι αν καταφέρεις να βγεις σώος, το Φως το ίδιο δεν ξέρει πού θα βγεις».
«Έχω ταξιδέψει στις Οδούς, Φάιλε». Κι ήταν μάλιστα ένα τρομαχτικό ταξίδι. «Ο Λόιαλ μπορεί να έρθει μαζί μου. Μπορεί να διαβάζει τις πινακίδες· έτσι είχαμε πάει την άλλη φορά. Θα το ξανακάνει για μένα, όταν μάθει πόσο σημαντικό είναι». Κι ο Λόιαλ, επίσης, ανυπομονούσε να βρεθεί μακριά από το Δάκρυ· απ' ό,τι έδειχνε, φοβόταν μήπως μάθαινε η μητέρα του πού ήταν. Ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι θα τον βοηθούσε.
«Λοιπόν», είπε αυτή τρίβοντας ζωηρά τα χέρια. «Λοιπόν. Ήθελα περιπέτεια κι αυτό είναι σίγουρα μια. Αφήνουμε την Πέτρα του Δακρύου και τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και ταξιδεύουμε στις Οδούς για να πολεμήσουμε Λευκομανδίτες. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να πείσουμε τον Θομ Μέριλιν να μας συνοδεύσει. Αφού δεν έχουμε ραψωδό, καλός είναι κι ο βάρδος. Θα συνθέσει την ιστορία κι εμείς θα είμαστε στην καρδιά της. Πουθενά Αναγεννημένος Δράκοντας και Άες Σεντάι για να καταπιούν το παραμύθι. Πότε φεύγουμε; Το πρωί;»