Выбрать главу

Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, για να μιλήσει με σταθερή φωνή. «Θα πάω μονάχος, Φάιλε. Μόνο εγώ και ο Λόιαλ θα είμαστε».

«Θα χρειαστούμε ένα άλογο για φόρτωμα», είπε αυτή, λες και δεν είχε ανοίξει το στόμα του. «Νομίζω δύο. Οι Οδοί είναι σκοτεινές. Θα χρειαστούμε φανάρια και άφθονο λάδι. Ο κόσμος στους Δύο Ποταμούς. Γεωργοί είναι; Θα πολεμήσουν τους Λευκομανδίτες;»

«Φάιλε, είπα —»

«Άκουσα τι είπες», τον έκοψε απότομα αυτή. Οι σκιές της χάριζαν μια επικίνδυνη όψη, έτσι όπως ήταν γερτά τα μάτια της και τα ζυγωματικά της ψηλά. «Το άκουσα και είναι σαχλαμάρα. Τι θα γίνει αν αυτοί οι αγρότες δεν θέλουν να πολεμήσουν; Ή αν δεν ξέρουν πώς; Ποιος θα τους διδάξει; Εσύ; Μόνος;»

«Θα κάνω ό,τι πρέπει να γίνει», είπε αυτός υπομονετικά. «Χωρίς εσένα».

Αυτή πετάχτηκε όρθια τόσο γοργά, που του Πέριν του φάνηκε ότι θα του χιμούσε στο λαρύγγι. «Λες να έρθει παρέα σου, η Μπερελαίν; Να σου φυλάξει τα νώτα; Ή μήπως θα προτιμούσες να κάτσει στα γόνατά σου και να σκούζει; Βάλε το πουκάμισο στο παντελόνι, μπουνταλά. Γιατί είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα; Της Μπερελαίν της αρέσουν τα φώτα χαμηλωμένα, έτσι δεν είναι; Πολύ που θα σε βοηθήσει αυτό με τα Τέκνα του Φωτός!»

Ο Πέριν άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί και άλλαξε αυτό που ήταν έτοιμος να πει. «Φαίνεται γλυκούλα αυτή η Μπερελαίν. Και ποιος άντρας δεν θα την ήθελε στα γόνατά του;» Ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος, όταν κατάλαβε από το πρόσωπό της ότι είχε πληγωθεί, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να συνεχίσει. «Όταν ξεμπερδέψω από την πατρίδα, ίσως πάω στο Μαγιέν. Μου ζήτησε να πάω κι ίσως το κάνω».

Η Φάιλε δεν είπε λέξη. Έμεινε να τον κοιτάζει με το πρόσωπο σκληρό σαν πέτρα κι ύστερα γύρισε και έτρεξε να φύγει, βροντώντας πίσω της την πόρτα με πάταγο.

Ασυναίσθητα έκανε να την ακολουθήσει κι ύστερα σταμάτησε, σφίγγοντας το πλαίσιο της πόρτας τόσο δυνατά, που πόνεσαν τα δάχτυλά του. Κοίταξε τη σχισμάδα που είχε ανοίξει ο πέλεκύς του στην πόρτα και είπε εκεί αυτό που δεν μπορούσε να πει στη Φάιλε. «Έχω σκοτώσει Λευκομανδίτες. Δεν γινόταν αλλιώς, θα με σκότωναν αυτοί, αλλά δεν παύει να είναι φόνος. Πάω σπίτι για να πεθάνω, Φάιλε. Είναι ο μόνος τρόπος για να τους εμποδίσω να πειράξουν τους δικούς μου. Ας με κρεμάσουν. Δεν θα σε αφήσω να το δεις αυτό, δεν μπορώ. Μπορεί να προσπαθούσες να τους σταματήσεις και τότε...»

Έγειρε το κεφάλι του στην πόρτα. Τώρα η Φάιλε δεν θα λυπόταν που θα τον έχανε· αυτό ήταν το σημαντικό. Θα πήγαινε να βρει την περιπέτεια που έψαχνε κάπου αλλού και θα ήταν ασφαλής, μακριά από Λευκομανδίτες και τα'βίρεν και φυσαλίδες κακού. Αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Μακάρι μόνο να μην ήθελε μέσα του να ουρλιάξει από τη θλίψη.

Η Φάιλε διέσχιζε τους διαδρόμους σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ποιους προσπερνούσε και ποιοι έβγαιναν από το δρόμο της όπως-όπως. Ο Πέριν. Η Μπερελαίν. Ο Πέριν. Η Μπερελαίν. Θέλει αυτή την ξεπλυμένη την αλεπού που τρέχει μισόγυμνη, ε; Δεν ξέρει τι θέλει. Ο χαζός, το βόδι! Ο πεισματάρης, ο μπουνταλάς! Ο σιδεράς! Κι αυτή η ύπουλη η γουρούνα, η Μπερελαίν. Η χοροπηδηχτή κατσίκα!

Δεν συνειδητοποίησε που πήγαινε, παρά μόνο όταν είδε την Μπερελαίν μπροστά της να προχωρά αγέρωχα, με το φόρεμα που δεν άφηνε τίποτα στη φαντασία, λικνίζοντας το σώμα της λες και το βήμα της δεν ήταν σκοπίμως υπολογισμένο για να κάνει τα μάτια των αντρών να γουρλώνουν. Πριν καταλάβει η Φάιλε τι έκανε, είχε χιμήξει μπροστά στην Μπερελαίν και είχε γυρίσει για να την αντικρίσει, στο σημείο που διασταυρώνονταν δύο διάδρομοι.

«Ο Πέριν Αϋμπάρα ανήκει σε μένα», είπε απότομα. «Μακριά τα χέρια σου και τα χαμόγελά σου!» Κοκκίνισε σ' όλο το πρόσωπο, όταν άκουσε τι είπε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι ποτέ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα, ότι ποτέ δεν θα τσακωνόταν για έναν άντρα, σαν κόρη αγρότη που κυλιόταν στο χώμα την εποχή του θερισμού.

Η Μπερελαίν ύψωσε ατάραχα το φρύδι της. «Σου ανήκει; Παράξενο, δεν είδα να φοράει περιλαίμιο. Εσείς οι υπηρετριούλες —ή μήπως είσαι κόρη αγρότη;― έχετε πολύ παράξενες ιδέες».

«Υπηρετριούλα; Υπηρετριούλα! Εγώ είμαι —» Η Φάιλε δάγκωσε τα χείλη της για να μην ξεχυθούν οργισμένα τα λόγια της. Πρώτη του Μαγιέν, αν ήταν δυνατόν. Στη Σαλδαία υπήρχαν κτήματα που ήταν μεγαλύτερα από το Μαγιέν. Η Μπερελαίν δεν θα άντεχε ούτε μία βδομάδα στη Σαλδαία και στις αυλές της. Μπορούσε να απαγγείλει ποίηση ενώ κυνηγούσε με το γεράκι της; Μπορούσε να κυνηγά καβάλα όλη μέρα και ύστερα το βράδυ να παίζει τσίτερ, συζητώντας για την αντιμετώπιση των επιδρομών των Τρόλοκ; Νόμιζε ότι ήξερε από άντρες, ε; Ήξερε τη γλώσσα της βεντάλιας; Μπορούσε να πει σ' έναν άντρα να πλησιάσει, να φύγει ή να μείνει, καθώς κι εκατό άλλα πράγματα, μ' ένα στρίψιμο του καρπού και την κλίση της δαντελένιας βεντάλιας; Το Φως να με φωτίζει, τι σκέφτομαι; Ορκίστηκα ότι ποτέ δεν θα ξαναπιάσω βεντάλια! Άλλα υπήρχαν και άλλα έθιμα στη Σαλδαία. Ξαφνιάστηκε βλέποντας το μαχαίρι στο χέρι της· την είχαν διδάξει να μην τραβήξει ποτέ μαχαίρι, αν δεν σκόπευε να το χρησιμοποιήσει. «Οι αγρότισσες στη Σαλδαία ξέρουν πώς να δώσουν ένα μάθημα στις γυναίκες που κλέβουν άντρες άλλων. Αν δεν ορκιστείς ότι θα ξεχάσεις τον Πέριν Αϋμπάρα, θα σου ξυρίσω το κεφάλι και θα σ' αφήσω φαλακρή, σαν αυγό. Ίσως τότε να σε κοιτάνε με ξελιγωμένα μάτια τα αγόρια που φροντίζουν τις κότες!»