Выбрать главу

Δεν κατάλαβε πότε την έπιασε η Μπερελαίν από τον καρπό, αλλά ξαφνικά ένιωσε να σκίζει τον αέρα. Βρόντηξε με την πλάτη στο πάτωμα κι όλος ο αέρας τινάχτηκε από τα πνευμόνια της.

Η Μπερελαίν στεκόταν χαμογελαστή, χτυπώντας τη λεπίδα της Φάιλε στην παλάμη της. «Ένα έθιμο του Μαγιέν. Οι Δακρινοί συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ασασίνους και οι φρουροί δεν είναι πάντα δίπλα σου. Δεν μου αρέσει να μου επιτίθενται, αγρότισσα, γι' αυτό θα σου πω τι θα κάνω. Θα σου πάρω τον σιδερά και θα τον κρατήσω για σκυλάκι μου, όσο καιρό θα με διασκεδάζει. Σου δίνω όρκο Ογκιρανού, αγρότισσα. Είναι στ' αλήθεια νόστιμος —τι ώμοι, τι μπράτσα· για να μην πω για τα μάτια του― κι αν είναι λιγάκι άξεστος, θα τον γιατρέψω. Οι αυλικοί μου θα τον μάθουν να ντύνεται και θα τον απαλλάξουν απ' αυτό το απαίσιο γένι. Όπου πάει, θα τον βρω και θα τον κάνω δικό μου. Όταν τελειώσω, μπορείς να τον πάρεις. Αν σε θέλει ακόμα, φυσικά».

Η Φάιλε στο τέλος κατόρθωσε να ανασάνει, σηκώθηκε όρθια με κόπο και τράβηξε δεύτερο μαχαίρι. «Θα σε σύρω μπροστά του, αφού σου κόψω τα ρούχα που σχεδόν φοράς, και θα σε βάλω να του πεις ότι είσαι μια γουρούνα!» Το Φως να με βοηθήσει, ακριβώς σαν αγρότισσα φέρομαι και μιλάω! Το χειρότερο ήταν ότι το εννοούσε.

Η Μπερελαίν ήταν σε επιφυλακή. Προφανώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα χέρια, όχι το μαχαίρι. Το κρατούσε σαν βεντάλια. Η Φάιλε προχώρησε με ανάλαφρο βήμα.

Ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσά τους ο Ρούαρκ, επιβλητικά ψηλός δίπλα τους, κι άρπαξε τα μαχαίρια πριν προλάβει καμία τους να τον καταλάβει. «Δεν φτάνει το αίμα που είδατε απόψε;» είπε ψυχρά. «Απ' όσους σκεφτόμουν ότι ίσως να τάραζαν τη γαλήνη, εσείς οι δύο ήσασταν οι τελευταίες που θα μου έρχονταν στο νου».

Η Φάιλε τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Δίχως προειδοποίηση, έκανε μια στροφή και η γροθιά της βρήκε τον Ρούαρκ χαμηλά στο πλευρό. Εκεί θα την ένιωθε για τα καλά ακόμα και ο πιο σκληρός άντρας.

Αυτός δεν φάνηκε καν να την κοιτάζει πριν κάνει την κίνηση του, της έπιασε το χέρι, της το έφερε στο πλευρό και το έστριψε. Ξαφνικά η Φάιλε βρέθηκε να στέκεται με το κορμί ολόισιο, ελπίζοντας να μην της ζόριζε το χέρι άλλο, γιατί θα της το ξεκολλούσε.

Σαν να μην είχε γίνει τίποτα, ο Ρούαρκ απευθύνθηκε στην Μπερελαίν. «Θα πας στα δωμάτιά σου και δεν θα βγεις, παρά μόνο όταν ο ήλιος ξεπροβάλει από τον ορίζοντα. Θα φροντίσω να μη σου φέρουν πρόγευμα. Η πείνα θα σου θυμίσει ότι υπάρχει κατάλληλος τόπος και χρόνος για καβγάδες».

Η Μπερελαίν όρθωσε το κορμί της αγανακτισμένη. «Είμαι η Πρώτη του Μαγιέν. Κανένας δεν μου δίνει διαταγές σαν —»

«Θα πας στα δωμάτιά σου. Αμέσως», της είπε ρητά ο Ρούαρκ. Η Φάιλε αναρωτήθηκε αν η Μπερελαίν θα τον κλωτσούσε· πρέπει να είχε σφίξει το κορμί της, επειδή μόλις το σκέφτηκε, ο Ρούαρκ πίεσε περισσότερο τον καρπό της, κάνοντάς τη να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών. «Αν δεν πας», συνέχισε μιλώντας στην Μπερελαίν, «τότε θα επαναλάβουμε την πρώτη κουβεντούλα που κάναμε μεταξύ μας. Αυτή τη στιγμή».

Το πρόσωπο της Μπερελαίν πρώτα άσπρισε και μετά κοκκίνισε. «Πολύ καλά», είπε μουδιασμένα. «Αν επιμένεις, ίσως —»

«Δεν πρότεινα να συζητήσουμε. Αν σε βλέπω ακόμα στα μάτια μου όταν μετρήσω ως το τρία... Ένα».

Με μια κοφτή κραυγή, η Μπερελαίν μάζεψε τα φουστάνια της και το έβαλε στα πόδια. Ακόμα κι έτσι, κατάφερνε να λικνίζει το σώμα της.

Η Φάιλε τη χάζευε κατάπληκτη. Ίσως το θέαμα να άξιζε το παραλίγο εξαρθρωμένο μπράτσο της. Κι ο Ρούαρκ, επίσης, παρακολουθούσε την Μπερελαίν που έτρεχε, μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη, που έλεγε ότι απολάμβανε την εικόνα.

«Όλη τη νύχτα θα με κρατάς εδώ;» απαίτησε να μάθει. Εκείνος την άφησε ― και έχωσε τα μαχαίρια της στη ζώνη του. «Αυτά είναι δικά μου!»