Выбрать главу

«Κατάσχονται», της είπε. «Η τιμωρία της Μπερελαίν για τον καβγά ήταν ότι την είδες να τη στέλνω στο κρεβάτι σαν γκρινιάρικο παιδί. Η δική σου είναι να χάσεις τα αγαπημένα σου μαχαίρια. Ξέρω ότι έχεις κι άλλα. Αν φέρεις αντιρρήσεις, μπορεί να τα πάρω κι εκείνα. Δεν θέλω να ταράζουν τη γαλήνη».

Τον αγριοκοίταξε, αλλά μέσα της υποψιαζόταν ότι αυτά που έλεγε τα εννοούσε. Τα μαχαίρια της τα είχε φτιάξει κάποιος που ήξερε τι έκανε· ήταν τέλεια ζυγιασμένα. «Τι ήταν η “πρώτη κουβεντούλα” που έκανες μαζί της; Γιατί έφυγε έτσι τρεχάτη;»

«Αυτό είναι ανάμεσα σε μένα και σ' αυτή. Δεν θα την ξαναπλησιάσεις, Φάιλε. Δεν πιστεύω ότι αυτή τα άρχισε όλα· το όπλο της δεν είναι το μαχαίρι. Αν οποιαδήποτε από τις δύο σας μου ξαναδημιουργήσει πρόβλημα, θα σας βάλω να κουβαλάτε σκουπίδια. Μερικοί Δακρινοί νόμιζαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν να μονομαχούν και μετά την ειρήνη που κήρυξα εδώ πέρα, αλλά η μυρωδιά των κάρων με τα απορρίμματα δεν άργησε να τους διδάξει το λάθος τους. Πρόσεξε να μην το μάθεις με τον ίδιο τρόπο».

Η Φάιλε περίμενε μέχρι να φύγει ο Ρούαρκ και ύστερα έτριψε τον ώμο της. Ο Ρούαρκ της θύμιζε τον πατέρα της. Όχι ότι της είχε στρίψει ποτέ το χέρι ο πατέρας της, αλλά δεν ανεχόταν όσους έκαναν φασαρία, ό,τι θέση κι αν είχαν, και κανένας δεν τον είχε αιφνιδιάσει ποτέ. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να παρασύρει την Μπερελαίν ώστε να αρχίσει κάποια φασαρία, μόνο και μόνο για να τη δει να ιδρώνει στα κάρα με τα απορρίμματα. Αλλά ο Ρούαρκ είχε πει ότι θα πήγαιναν και οι δύο. Κι ο πατέρας της, επίσης, ό,τι έλεγε το εννοούσε. Η Μπερελαίν. Κάτι που είχε πει η Μπερελαίν τη γαργαλούσε στο βάθος του μυαλού. Ο όρκος του Ογκιρανού. Οι Ογκιρανοί ποτέ δεν πατούσαν τον όρκο τους. Αν έλεγες «επίορκος Ογκιρανός», ήταν σαν να λες «γενναίος δειλός»

ή «σοφός βλάκας».

Δεν κρατήθηκε και γέλασε δυνατά. «Θα μου τον πάρεις, χαζή χήνα; Όταν τον ξαναδείς, αν τον ξαναδείς ποτέ, θα είναι πάλι δικός μου». Χασκογελώντας μόνη της και τρίβοντας πού και πού τον ώμο της, συνέχισε το δρόμο της με ανάλαφρη την καρδιά.

15

Μέσα Από Την Πόρτα

Κρατώντας ψηλά τη λάμπα με το προστατευτικό γυαλί, ο Ματ κοίταξε προσεκτικά το στενό διάδρομο, βαθιά εκεί στην κοιλιά του Δακρύου. Όχι, εκτός αν εξαρτιόταν απ' αυτό η ζωή μου. Αυτή την υπόσχεση έδωσα. Που να καώ, να που εξαρτάται! Προχώρησε βιαστικά, πριν προλάβουν να τον καταλάβουν οι αμφιβολίες, περνώντας μπροστά από σαρακιασμένες και στραβές πόρτες, καθώς και δίπλα από άλλες, στις οποίες είχαν απομείνει μόνο μερικά σχισμένα ξύλα να κρέμονται από τους σκουριασμένους μεντεσέδες. Πρόσφατα είχαν σκουπίσει το πάτωμα, όμως ο αέρας ακόμα μύριζε παμπάλαια σκόνη και μούχλα. Κάτι σάλεψε στο σκοτάδι και ο Ματ έβγαλε το μαχαίρι του, πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν απλώς ένα ποντίκι που έφευγε μακριά του, το οποίο αναμφίβολα έτρεχε να ξεφύγει μέσα σε κάποια τρύπα που ήξερε.

«Δείξε μου πώς να βγω», ψιθύρισε στο ποντίκι, που είχε χαθεί, «και θα έρθω μαζί σου». Γιατί ψιθυρίζω; Δεν είναι κανένας εδώ να με ακούσει. Μα του φαινόταν ένα μέρος όπου έπρεπε να κάνει ησυχία. Ένιωθε όλο το βάρος της Πέτρας στο κεφάλι του, να τον πλακώνει.

Η τελευταία πόρτα, είχε πει η Εγκουέν. Κι αυτή, επίσης, κρεμόταν λοξά. Την άνοιξε με μια κλωτσιά κι η πόρτα διαλύθηκε. Η αίθουσα ήταν γεμάτη σκοτεινά περιγράμματα ― κιβώτια, βαρέλια και πράγματα στοιβαγμένα στους τοίχους και τριγύρω στο πάτωμα. Και σκόνη. Η Μεγάλη Συλλογή! Μοιάζει με το υπόγειο κάποιου εγκαταλειμμένου αγροτόσπιτου, αλλά προς το χειρότερο. Ξαφνιάστηκε που η Εγκουέν και η Νυνάβε δεν είχαν κάτσει να ξεσκονίσουν και να τακτοποιήσουν το μέρος, όταν είχαν κατέβει εδώ. Οι γυναίκες όλο ξεσκόνιζαν και έσιαζαν, ακόμα και πράγματα που δεν το είχαν ανάγκη. Στο πάτωμα φαίνονταν πατημασιές, μερικές από μπότες, αλλά δίχως αμφιβολία είχαν βάλει άντρες να παραμερίσουν τα πιο βαριά αντικείμενα. Της Νυνάβε της άρεσε να βρίσκει τρόπους για να βάζει τους άντρες να δουλέψουν· μάλλον είχε ψάξει επίτηδες να βρει κάποιους που διασκέδαζαν.

Αυτό που έψαχνε ο Ματ ξεχώριζε μέσα στο συνονθύλευμα. Ένα ψηλό πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα, που φάνταζε παράξενο στις σκιές που δημιουργούσε η λάμπα του. Όταν ο Ματ το πλησίασε, αυτό ακόμα φαινόταν παράξενο. Ήταν στρεβλωμένο με κάποιον τρόπο. Το βλέμμα του δεν ήθελε να το ακολουθήσει· οι γωνίες δεν ενώνονταν σωστά. Το ψηλό, κούφιο παραλληλόγραμμο έμοιαζε λες και θα έπεφτε με μια ανάσα, όταν όμως ο Ματ το σκούντηξε, αυτό έμεινε σταθερό. Το σκούντηξε λιγάκι δυνατότερα, χωρίς να ξέρει αν μέσα του ήθελε να το αναποδογυρίσει, κι η μια πλευρά του πλαισίου έτριξε καθώς σύρθηκε στη σκόνη. Μια ανατριχίλα διέτρεξε τα χέρια του. Ήταν λες και υπήρχε ένα σύρμα στερεωμένο στην κορυφή του, που το σταθεροποιούσε από το ταβάνι. Σήκωσε ψηλά τη λάμπα για να δει. Δεν υπήρχε σύρμα. Τουλάχιστον δεν θα σωριαστεί κάτω όταν θα είμαι μέσα. Φως μου, θα μπω μέσα λοιπόν, έτσι δεν είναι;