Ο Ματ έκρυψε το μαχαίρι στο μανίκι του. «Οδήγησε με και θα σε ακολουθήσω». Κοίτα μόνο να είσαι μπροστά μου και να σε βλέπω καλά. Τούτο το μέρος μου φέρνει ανατριχίλα.
Πουθενά δεν φαινόταν ευθεία γραμμή, με εξαίρεση το ίδιο το δάπεδο, καθώς ο Ματ ακολουθούσε τον παράξενο άντρα. Ακόμα και το ταβάνι ήταν πάντα θολωτό, ενώ οι τοίχοι φούσκωναν προς τα έξω. Οι θάλαμοι ήταν συνεχώς καμπυλωτοί, οι πόρτες στρογγυλεμένες, τα παράθυρα τέλειοι κύκλοι. Τα πλακάκια σχημάτιζαν σπείρες και κυματοειδείς γραμμές, ενώ τα μπρούτζινα διακοσμητικά στο ταβάνι ήταν όλα περίτεχνα ελίγματα, τοποθετημένα σε κανονικά διαστήματα. Πουθενά δεν υπήρχαν εικόνες, ούτε υφαντά ή πίνακες. Μόνο σχήματα, και πάντα καμπύλα.
Δεν είδε κανέναν πέρα από το σιωπηλό οδηγό του· το μέρος έμοιαζε να είναι άδειο, με εξαίρεση τους δυο τους. Από κάπου του ήρθε μια αμυδρή ανάμνηση, ότι βάδιζε σε διαδρόμους στους οποίους είχε να πατήσει ανθρώπινο πόδι εκατοντάδες χρόνια, και αυτό το μέρος του έδινε την ίδια αίσθηση. Εντούτοις, μερικές φορές έπιανε με την άκρη του ματιού κάποια φευγαλέα κίνηση. Μόνο που όσο γοργά κι αν κοίταζε, ποτέ δεν έβλεπε κανέναν. Προσποιήθηκε ότι έτριβε τους πήχεις του, ελέγχοντας τα μαχαίρια στα μανίκια του για παρηγοριά.
Αυτά όμως που έβλεπε από εκείνα τα στρογγυλά παράθυρα ήταν ακόμα χειρότερα. Ψηλόλιγνα δέντρα, που είχαν γερτά κλαριά στην κορυφή σχηματίζοντας μια ομπρέλα, άλλα που έμοιαζαν με πελώριες βεντάλιες από δαντελωτά φύλλα, πυκνή βλάστηση, σαν την καρδιά ενός σύδεντρου πνιγμένου στα βάτα, κι όλα αυτά κάτω από ένα θαμπό, συννεφιασμένο φως, αν και ο ουρανός έμοιαζε ανέφελος. Υπήρχαν παντού παράθυρα, πάντα από τη μια μεριά του καμπυλωτού διαδρόμου, όμως άλλοτε ήταν μόνο δεξιά κι άλλοτε μόνο αριστερά, ενώ εκεί που σίγουρα έπρεπε να βλέπουν σε μια εσωτερική αυλή ή σε δωμάτια, αντίθετα πρόσφεραν τη θέα του ίδιου δάσους. Δεν είδε ποτέ στα παράθυρα την παραμικρή εικόνα από κάποιο άλλο σημείο του παλατιού, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό το μέρος, ούτε άλλα κτίρια, μόνο που...
Από ένα στρογγυλό παράθυρο είδε τρεις ψηλούς, ασημένιους οβελίσκους, που καμπύλωναν ο ένας προς τον άλλο, έτσι που οι κορυφές τους να τείνουν προς το ίδιο σημείο. Δεν φαίνονταν από το επόμενο παράθυρο, που ήταν τρία βήματα παραπέρα, αλλά μερικά λεπτά αργότερα, όταν ο Ματ και ο οδηγός του είχαν περάσει τόσες στροφές που σίγουρα είχαν πάρει διαφορετική κατεύθυνση, τους ξαναείδε. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτοί εδώ ήταν άλλοι οβελίσκοι, όμως ανάμεσα στον Ματ και τους οβελίσκους υπήρχε ένα δέντρο σε σχήμα βεντάλιας, με ένα σπασμένο κλωνάρι, ένα δέντρο που ήταν στο ίδιο σημείο την πρώτη φορά. Όταν είδε για τρίτη φορά τους οβελίσκους και το παράξενο δέντρο με το σπασμένο κλωνάρι, αυτή τη φορά δέκα βήματα παραπέρα αλλά από την απέναντι πλευρά του διαδρόμου, προσπάθησε να πάψει να κοιτάζει τι υπήρχε έξω.
Η διαδρομή φαινόταν να μην έχει τέλος.
«Πότε...; Θα —» Ο Ματ έτριξε τα δόντια. Τρεις ερωτήσεις. Ήταν δύσκολο να μάθεις κάτι χωρίς να κάνεις ερωτήσεις. «Ελπίζω να με πηγαίνεις σε κάποιους που να μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου. Που να καούν τα κόκαλα μου, το ελπίζω. Για το δικό μου καλό και για το δικό σου, και το Φως ξέρει ότι είναι αλήθεια».
«Εδώ», είπε ο αλλόκοτος τύπος, που ήταν τυλιγμένος στα κίτρινα, κάνοντας νόημα με τα λεπτά του χέρια προς μια στρογγυλεμένη πόρτα δυο φορές μεγαλύτερη από κάθε άλλη που είχε δει ποτέ ο Ματ. Τα παράξενα μάτια του περιεργάστηκαν τον Ματ. Το στόμα του άνοιξε και πήρε μια μεγάλη, αργή ανάσα. Ο Ματ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια και ο παράξενος τύπος κούνησε τους ώμους με έναν τρόπο που έμοιαζε με σπαρτάρισμα. «Εδώ ίσως βρεθούν οι απαντήσεις. Μπες. Μπες και ρώτα».
Ο Ματ πήρε κι αυτός μια βαθιά ανάσα και μετά έκανε μια γκριμάτσα και έτριψε τη μύτη του. Εκείνη η δριμεία, βαριά οσμή ήταν πολύ ενοχλητική. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς την είσοδο και κοίταξε γύρω για να δει τον οδηγό του. Ο παράξενος είχε χαθεί. Φως μου! Δεν καταλαβαίνω γιατί ξαφνιάζομαι πια σ' αυτό το μέρος. Που να καώ, δεν γυρνάω πίσω τώρα. Προσπάθησε να μη σκέφτεται αν θα μπορούσε να ξαναβρεί μόνος του το τερ'ανγκριάλ και μπήκε μέσα.
Άλλο ένα στρογγυλό δωμάτιο, με κόκκινα και λευκά πλακάκια στα δάπεδο, παραταγμένα ελικοειδώς κάτω από ένα θολωτό ταβάνι. Δεν υπήρχαν κολώνες, ούτε έπιπλα οποιουδήποτε είδους, με εξαίρεση τρία χοντρά, σπειροειδή βάθρα γύρω από το κέντρο των ελίκων του δαπέδου. Ο Ματ δεν έβλεπε άλλο τρόπο για να ανέβει στα βάθρα παρά μόνο σκαρφαλώνοντας από τις σπείρες τους, όμως πάνω στο καθένα καθόταν σταυροπόδι ένας άντρας, όλοι τυλιγμένοι σε στρώματα κόκκινου υφάσματος. Με μια δεύτερη ματιά, έκρινε ότι δεν ήταν όλοι άντρες· δύο απ' αυτά τα μακρουλά πρόσωπα με τα αλλόκοτα μάτια είχαν μια σαφή θηλυκή όψη. Τον κοίταζαν με κοφτερό, διαπεραστικό βλέμμα και ανάσαιναν βαθιά, σχεδόν λαχανιασμένα. Αναρωτήθηκε αν τους προκαλούσε νευρικότητα με κάποιον τρόπο. Αυτό αποκλείεται. Εμένα, όμως, με έχει λούσει κρύος ιδρώτας.