Выбрать главу

«Πέρασε καιρός», είπε η γυναίκα στα δεξιά.

«Πολύς καιρός», πρόσθεσε η γυναίκα στα αριστερά.

Ο άντρας ένευσε. «Μα ξανάρχονται».

Και οι τρεις είχαν τη βραχνή φωνή του οδηγού ―μάλιστα, ήταν σχεδόν ολόιδια― και τον τραχύ τρόπο που πρόφερε κι εκείνος τις λέξεις. Μιλούσαν εν χορώ και τα λόγια ήταν σαν να έβγαιναν από ένα στόμα. «Μπες και ρώτα, όπως ορίζει η συμφωνία η παλιά».

Μπορεί προηγουμένως ο Ματ να ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας, τώρα όμως ήταν σαν να τον έπνιγε. Ανάγκασε τον εαυτό του να ζυγώσει. Προσεκτικά —προσέχοντας να μην πει τίποτα που να μοιάζει έστω και αόριστα με ερώτηση― τους παρουσίασε την κατάσταση. Οι Λευκομανδίτες σίγουρα ήταν στο χωριό του, σίγουρα κυνηγούσαν τους φίλους του, μπορεί και τον ίδιο. Ένας από τους φίλους του πήγαινε να τα βάλει με τους Λευκομανδίτες, ένας άλλος όχι. Η οικογένειά του μπορεί να μην αντιμετώπιζε κίνδυνο, αλλά με τα καμένα τα Τέκνα του καμένου του Φωτός εκεί πέρα... Ένας τα'βίρεν τον έλκυε τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Δεν έβλεπε το λόγο να δώσει ονόματα ή να αναφέρει ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Την πρώτη του ερώτηση —αλλά και τις επόμενες δύο, βεβαίως― την είχε δουλέψει πριν κατέβει στη Μεγάλη Συλλογή. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι για να βοηθήσω τους δικούς μου;» ρώτησε στο τέλος.

Τρία ζευγάρια σχιστά μάτια τραβήχτηκαν από πάνω του —απρόθυμα, έτσι φάνηκε― και εξέτασαν τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. «Πρέπει να πας στο Ρουίντιαν», είπε στο τέλος η γυναίκα στα αριστερά.

Αμέσως μόλις μίλησαν, κατέβασαν πάλι το βλέμμα τους πάνω του και έγειραν μπροστά, ανασαίνοντας πάλι βαθιά. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ήχησε δυνατά και στριγκά μια καμπάνα, αντηχώντας στην αίθουσα. Όρθωσαν τα σώματά τους με μια λικνιστική κίνηση, κοιτάχτηκαν κι έπειτα κοίταξαν πάλι τον αέρα πάνω από το κεφάλι του Ματ.

«Είναι κι αυτός το ίδιο», ψιθύρισε η γυναίκα στ' αριστερά. «Τι ένταση. Τι ένταση».

«Τι απόλαυση», είπε ο άντρας. «Πέρασε τόσος καιρός».

«Υπάρχει ακόμα χρόνος», τους είπε η άλλη γυναίκα. Φαινόταν γαλήνια —όλοι έτσι έδειχναν― αλλά είχε μια βιασύνη η φωνή της όταν στράφηκε πάλι στον Ματ. «Ρώτα. Ρώτα».

Ο Ματ τους αγριοκοίταξε οργισμένος. Στο Ρουίντιαν; Φως μου! Ήταν κάπου στην Ερημιά, μόνο το Φως και οι Αελίτες ήξεραν πού. Αυτό ήταν το μόνο που ήξερε. Στην Ερημιά! Ο θυμός έδιωξε από το νου του τις άλλες ερωτήσεις, για το πώς θα ξέφευγε από τις Άες Σεντάι και πώς θα ανακτούσε τα χαμένα κομμάτια των αναμνήσεων του. «Στο Ρουίντιαν!» γάβγισε. «Το Φως να μου κάνει τα κόκαλα στάχτη αν θέλω να πάω στο Ρουίντιαν! Και το αίμα μου να χυθεί στο χώμα αν πάω! Γιατί να πάω; Δεν μου απαντήσατε στην ερώτηση. Πρέπει να απαντήσετε, όχι να μου λέτε γρίφους!»

«Αν δεν πας στο Ρουίντιαν», είπε η γυναίκα στα δεξιά, «θα πεθάνεις».

Η καμπάνα χτύπησε ξανά, δυνατότερα αυτή τη φορά· ο Ματ ένιωσε τη δόνηση να περνά μέσα από τις μπότες του. Οι τρεις αντάλλαξαν πρόδηλες ματιές αγωνίας. Έκανε να μιλήσει, αλλά οι τρεις τους είχαν την προσοχή στραμμένη ο ένας στον άλλο.

«Η ένταση», είπε βιαστικά μια γυναίκα. «Είναι πολύ μεγάλη».

«Η απόλαυση που δίνει», είπε η άλλη, πριν η πρώτη ολοκληρώσει τη φράση της. «Έχει περάσει τόσος καιρός».

Πριν τελειώσει κι αυτή, μίλησε ο άντρας. «Η ένταση είναι πολύ μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Ρώτα. Ρώτα!»

«Που να καεί η ψυχή σου και η κορακίσια καρδιά σου», μούγκρισε ο Ματ. «Αν θα ρωτήσω λέει! Γιατί θα πεθάνω αν δεν πάω στο Ρουίντιαν; Το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνω αν προσπαθήσω να πάω. Δεν είναι λογ —»

Ο άντρας τον έκοψε και μίλησε βιαστικά. «Θα έχεις παρακάμψει το νήμα της μοίρας, θα έχεις αφήσει τη μοίρα σου να αιωρείται στους ανέμους του χρόνου και θα σε σκοτώσουν εκείνοι που δεν θέλουν να εκπληρωθεί αυτή η μοίρα. Φύγε τώρα. Πρέπει να φύγεις. Γρήγορα!»

Ο κιτρινοντυμένος οδηγός βρέθηκε ξαφνικά στο πλευρό του Ματ, τραβώντας του το μανίκι με τα υπερβολικά μακριά χέρια του.

Ο Ματ τα τίναξε από πάνω του. «Όχι! Δεν φεύγω! Με παρασύρατε μακριά από τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω και μου δώσατε απαντήσεις δίχως νόημα. Δεν θα το αφήσετε έτσι. Για ποια μοίρα μιλάτε; Θέλω να μου δώσετε τουλάχιστον μια ξεκάθαρη απάντηση!»

Η καμπάνα ήχησε θρηνητικά για τρίτη φορά κι ολόκληρη η αίθουσα δονήθηκε.

«Πήγαινε!» φώναξε ο άντρας. «Πήρες απαντήσεις. Πρέπει να φύγεις πριν να είναι αργά!»