Выбрать главу

Σ' ένα μεγάλο ξέφωτο πίσω από τους έφιππους βρισκόταν ένα καραβάνι των Τουάθα’αν, των Ταξιδιωτών. Των Μαστόρων. Ήταν σχεδόν εκατό άμαξες που τις τραβούσαν άλογα, σαν μικρά, κοντόχοντρα σπιτάκια πάνω σε ρόδες, με ένα μίγμα χρωμάτων που έκανε τα μάτια να πονούν ― κόκκινα και πράσινα και κίτρινα και κάθε απόχρωση που μπορούσε να φανταστεί κανείς, σε συνδυασμούς που μόνο οι Μάστορες έβρισκαν ευχάριστους. Όσο για τους ίδιους τους Μάστορες, φορούσαν ρούχα που έκαναν τις άμαξες τους να φαντάζουν μουντές συγκριτικά. Κάθονταν στο χώμα μαζεμένοι όλοι κοντά και κοίταζαν τους έφιππους με μια παράξενη αταραξία· το οξύ κλάμα ενός παιδιού σύντομα κόπηκε, καθώς το παρηγορούσε η μητέρα του. Εκεί κοντά, τα πτώματα των μάστιφ σχημάτιζαν ένα σωρό, γύρω από τον οποίο βούιζαν μύγες. Οι Μάστορες δεν σήκωναν χέρι ούτε για να αμυνθούν και τα σκυλιά τα είχαν κυρίως για να φαίνονται, όμως ο Μπόρνχαλντ δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει.

Κατά τη γνώμη του, έξι άντρες αρκούσαν για να επιτηρούν τους Μάστορες. Παρά τα ανέκφραστα πρόσωπά τους, έδειχναν αμηχανία. Κανείς τους δεν κοίταζε τον έβδομο, που καθόταν στο άλογό του κοντά στις άμαξες, ένα μικρόσωμο κοκαλιάρη με μεγάλη μύτη και ένα σκούρο γκρίζο σακάκι, το οποίο, αν και καλοραμμένο, έπλεε πάνω του. Ο Φάραν, γενειοφόρος και θηριώδης αλλά με ανάλαφρη περπατησιά, παρά το ύψος και το φάρδος του, αγριοκοίταζε και τους επτά. Ο εκατηλάτης έφερε το γαντοφορεμένο χέρι στην καρδιά του εν είδει χαιρετισμού, αλλά άφησε τον Μπόρνχαλντ να μιλήσει κι αυτός άκουγε.

«Να σου πω δυο λόγια, Αφέντη Ορντήθ», είπε ήσυχα ο Μπόρνχαλντ. Ο κοκαλιάρης έγειρε το κεφάλι και κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή τον Μπόρνχαλντ, πριν ξεπεζέψει. Ο Φάραν μούγκρισε, αλλά ο Μπόρνχαλντ δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Τρεις Μάστορες έχουν εξαφανιστεί και δεν τους βρίσκουμε, Αφέντη Ορντήθ. Μήπως εφάρμοσες στην πράξη τις υποδείξεις σου;» Τα πρώτα λόγια που είχαν βγει από το στόμα του Ορντήθ, βλέποντας τους Μάστορες, ήταν «σκοτώστε τους. Είναι άχρηστοι». Ο Μπόρνχαλντ είχε σκοτώσει κόσμο, αλλά ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει τον ανέμελο τόνο με τον οποίο είχε μιλήσει ο ανθρωπάκος.

Ο Ορντήθ έτριψε με τον αντίχειρα τη μεγάλη μύτη του. «Μα γιατί να τους σκοτώσω; Και μάλιστα τη στιγμή που μου τα έψαλες για τα καλά όταν το πρότεινα;» Η Λαγκαρντινή προφορά του σήμερα ήταν βαριά· εμφανιζόταν και χανόταν χωρίς αυτός να το προσέχει, κάτι ακόμα πάνω του που ενοχλούσε τον Μπόρνχαλντ.

«Τότε τους επέτρεψες να το σκάσουν, έτσι δεν είναι;»

«Ε, όσο γι' αυτό, πήρα μερικούς κατά μέρος για να βρω τι ξέρουν. Ανενόχλητος, αν με εννοείς».

«Τι ξέρουν; Τι στο Φως μπορεί να ξέρουν οι Μάστορες, που να μας είναι χρήσιμο;»

«Δεν ξέρεις, αν δεν ρωτήσεις, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ορντήθ. «Δεν τους έκανα μεγάλη ζημιά και τους είπα να ξαναγυρίσουν στις άμαξες. Πού να φανταστώ ότι θα το έσκαγαν, με τόσους άντρες σου εδώ γύρω;»

Ο Μπόρνχαλντ κατάλαβε ότι έτριζε τα δόντια του. Οι διαταγές που είχε ήταν να συναντήσει όσο το δυνατό συντομότερα αυτό τον αλλόκοτο τύπο, που θα είχε να του δώσει περαιτέρω διαταγές. Όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου του Μπόρνχαλντ, αν και αμφότερες οι διαταγές έφεραν τη σφραγίδα και την υπογραφή του Πέντρον Νάιαλ, του Άρχοντα Διοικητή των Τέκνων του Φωτός.

Πολλές λεπτομέρειες δεν είχαν αποσαφηνιστεί, όπως η ακριβής θέση του Ορντήθ. Ο ανθρωπάκος ήταν εκεί για να συμβουλεύει τον Μπόρνχαλντ και ο Μπόρνχαλντ έπρεπε να συνεργαστεί με τον Ορντήθ. Ήταν ασαφές αν ο Ορντήθ ήταν υπό τις διαταγές του, ενώ αφηνόταν να εννοηθεί ότι ο Μπόρνχαλντ έπρεπε να ακολουθεί τις συμβουλές του άλλου κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ακόμα και ο λόγος για τον οποίο είχαν σταλεί τόσα Τέκνα σε αυτά τα μακρινά μέρη ήταν αόριστος. Για να τα καθαρίσει από τους Σκοτεινόφιλους, φυσικά, και για να διαδώσει το Φως· αυτό ήταν αυτονόητο. Αλλά είχαν σχεδόν μισή λεγεώνα σε Αντορανό έδαφος δίχως άδεια ― πολλά θα διακυβεύονταν από αυτή τη διαταγή, αν τα νέα έφταναν στη Βασίλισσα στο Κάεμλυν. Πολλά, και δεν αντισταθμίζονταν από τις λίγες απαντήσεις που είχαν δοθεί στον Μπόρνχαλντ.

Όλα κατέληγαν στον Ορντήθ. Ο Μπόρνχαλντ δεν καταλάβαινε πώς ο Άρχοντας Διοικητής εμπιστευόταν αυτό τον άνθρωπο με τα πονηρά, πλατιά χαμόγελά του, τις μελαγχολικές διαθέσεις του και τις αγέρωχες ματιές του, που με όλα αυτά δεν ήξερες σε τι είδους άνθρωπο μιλούσες. Και μάλιστα η προφορά του άλλαζε στη μέση της πρότασης. Τα πενήντα Τέκνα που συνόδευαν τον Ορντήθ ήταν από τους πιο βλοσυρούς και κατσουφιασμένους άντρες που είχε δει ποτέ ο Μπόρνχαλντ. Του φαινόταν ότι ο Ορντήθ τους είχε διαλέξει προσωπικά, για να έχει τόσους με ξινισμένα πρόσωπα, κι αυτό κάτι έλεγε για τον άνθρωπο που έκανε τέτοια επιλογή. Ακόμα και το όνομά του, Ορντήθ, σήμαινε «αγριαψινθιά» στην Παλιά Γλώσσα. Πάντως, ο Μπόρνχαλντ είχε δικούς του λόγους που ήθελε να είναι εκεί που ήταν τώρα. Θα συνεργαζόταν με τον άνθρωπο αυτόν, εφόσον ήταν αναγκασμένος. Αλλά στο ελάχιστο.