Выбрать главу

«Αφέντη Ορντήθ», είπε με ένα μελετημένα ήρεμο τόνο, «αυτό το πέραμα είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπεις και να βγεις στην περιφέρεια των Δύο Ποταμών». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Σύμφωνα με το χάρτη που είχε, δεν υπήρχε τρόπος να διασχίσει κάποιος τον Τάρεν παρά μόνο από δω και στα ανώτερα τμήματα του ποταμού Μανεθερεντρέλε, που συνόρευε με την περιοχή από το νότο, δεν υπήρχαν διαβατά σημεία. Στα ανατολικά υπήρχαν έλη και βάλτοι. Έστω κι έτσι, πρέπει να υπήρχε έξοδος προς τα δυτικά, από τα Όρη της Ομίχλης, αν και ο χάρτης του σταματούσε στην άκρη εκείνων των εκτάσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, θα ήταν ένα δύσκολο πέρασμα, από το οποίο πολλοί άντρες του ίσως να μην επιζούσαν και ο Μπόρνχαλντ δεν σκόπευε να αναφέρει στον Ορντήθ ούτε κι αυτή τη μικρή πιθανότητα. «Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης, αν βρω Αντορανούς στρατιώτες να φυλάνε αυτή την όχθη, θα πας με τον πρώτο που θα περάσει. Θα σου φανεί ενδιαφέρον να δεις από κοντά πόσο δύσκολο είναι να διασχίσεις σε αντίξοες συνθήκες έναν τόσο πλατύ ποταμό, έτσι δεν είναι;»

«Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνεις τη διοίκηση, σωστά;» Η φωνή του Ορντήθ είχε μια περιπαιχτική νότα.

«Μπορεί στο χάρτη να είναι τμήμα του Άντορ, αλλά το Κάεμλυν έχει πολλές γενιές να στείλει εδώ φοροεισπράκτορα. Ακόμα κι αν μιλήσουν εκείνοι οι τρεις, ποιος θα πιστέψει τρεις Μάστορες; Αν πιστεύεις ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος, μην ξεχνάς τίνος τη σφραγίδα έχουν οι διαταγές σου».

Ο Φάραν κοίταξε τον Μπόρνχαλντ και έκανε να απλώσει το χέρι στο σπαθί του. Ο Μπόρνχαλντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι και ο Φάραν άφησε το χέρι του να χαμηλώσει. «Σκοπός μου είναι να περάσω το ποτάμι, Αφέντη Ορντήθ. Θα το περάσω ακόμα κι αν τα επόμενα νέα που θα ακούσω είναι ότι το ηλιοβασίλεμα θα έρθουν εδώ ο Γκάρεθ Μπράυν και οι Φρουροί της Βασίλισσας».

«Φυσικά», είπε ο Ορντήθ, ξαφνικά μειλίχιος. «Σε διαβεβαιώνω, εδώ θα υπάρξει τόση δόξα, όση και στην Ταρ Βάλον». Μια γυαλάδα φάνηκε στα βαθιά, μαύρα μάτια του, καθώς ατένιζε κάτι στο βάθος. «Υπάρχουν και στην Ταρ Βάλον πράγματα που θέλω».

Ο Μπόρνχαλντ κούνησε το κεφάλι. Να ο άνθρωπος με τον οποίο πρέπει να συνεργαστώ.

Ο Τζάρετ Μπάυαρ κατέβηκε από τη σέλα του και στάθηκε δίπλα στον Φάραν. Ήταν ψηλός σαν τον εκατηλάτη, με μακρουλό πρόσωπο και σκούρα μάτια βυθισμένα στις κόγχες τους. Κάθε στάλα λίπους έμοιαζε να έχει χαθεί από το κορμί του. «Το χωριό είναι ασφαλές, Άρχοντά μου. Ο Λούσελιν φρόντισε να μην κάνει κανείς κάποια γκάφα. Παραλίγο να τα κάνουν πάνω τους, όταν μίλησα για Σκοτεινόφιλους. Δεν υπάρχει κανείς στο χωριό τους, λένε. Όμως υπάρχει κόσμος πιο πέρα, στο νότο, που είναι Σκοτεινόφιλοι, λένε».

«Πιο πέρα στο νότο, ε;» είπε ζωηρά ο Μπόρνχαλντ. «Θα δούμε. Βάλε τριακόσιους να περάσουν το ποτάμι, Μπάυαρ. Πρώτα τον Φάραν. Οι άλλοι θα ακολουθήσουν, αφού περάσουν οι Μάστορες. Και κανόνισε να μην το σκάσουν κι άλλοι, εντάξει;»

«Θα ανιχνεύσουμε τους Δύο Ποταμούς», παρεμβλήθηκε ο Ορντήθ. Το στενό του πρόσωπο είχε παραμορφωθεί· στα χείλη του εμφανίστηκαν σάλια. «Θα τους μαστιγώσουμε, θα τους γδάρουμε και θα κάψουμε τις ψυχές τους! Του το υποσχέθηκα! Τώρα θα έρθει να με βρει! Θα έρθει!»

Ο Μπόρνχαλντ έκανε νόημα στον Μπάυαρ και τον Φάραν να εκτελέσουν τις διαταγές του. Τρελός, σκέφτηκε. Ο Άρχοντας Διοικητής μ' έβαλε παρέα μ' έναν τρελό. Τουλάχιστον, όμως, θα βρω τα ίχνη τον Πέριν από τους Δύο Ποταμούς. Με κάθε κόστος, θα εκδικηθώ για τον πατέρα μου!

Από μια πεζούλα με κίονες στην κορυφή ενός λόφου, η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ ατένιζε το λιμένα Καντόριν, που έμοιαζε με φαρδιά, στραβή πιατέλα. Τα ξυρισμένα πλαϊνά του κρανίου της σχημάτιζαν ένα πλατύ λοφίο από μαύρα μαλλιά, που κυλούσε μέχρι την πλάτη της. Τα χέρια της αναπαύονταν ανάλαφρα στο λείο, πέτρινο πεζούλι, το οποίο ήταν λευκό σαν τον άσπιλο μανδύα της με τις εκατοντάδες πιέτες. Ένας αμυδρός, ρυθμικός, ξερός κρότος ακουγόταν καθώς ασυναίσθητα ανεβοκατέβαζε τα δάχτυλά της, που είχαν νύχια μήκους τριών πόντων· τα νύχια του δείκτη και του μέσου σε κάθε χέρι ήταν βαμμένα γαλάζια.

Μια απαλή αύρα φυσούσε από τον ωκεανό Αρυθ, κουβαλώντας αρκετή αρμύρα μέσα στη δροσιά της. Πίσω από την Υψηλή Αρχόντισσα γονάτιζαν δύο νεαρές γυναίκες και κρατούσαν βεντάλιες με άσπρα φτερά, έτοιμες για την περίπτωση που κόπαζε η αύρα. Δύο ακόμα γυναίκες και τέσσερις άντρες συμπλήρωναν τη σειρά των σκυμμένων μορφών, που περίμεναν να την υπηρετήσουν. Όλες οι μορφές ήταν ξιπόλητες και φορούσαν απλούς χιτώνες για να ευχαριστούν τα αισθητικά κριτήρια της Υψηλής Αρχόντισσας, με τις ευθείες γραμμές των μελών τους και με τη χάρη των κινήσεων τους. Εκείνη τη στιγμή, όμως, η Σούροθ δεν πρόσεχε τους υπηρέτες της ― τουλάχιστον όχι περισσότερο απ' όσο θα πρόσεχε κάποιος τα έπιπλα σε ένα χώρο.