Выбрать главу

Εντός εκείνων των τειχών, φτιαγμένα από τους Ογκιρανούς, υπήρχαν κτίρια ηλικίας κατά πολύ μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων ετών, τα οποία πιο πολύ έμοιαζαν να φυτρώνουν από το χώμα παρά να έχουν χτιστεί, έργο του ανέμου και του νερού παρά κατασκεύασμα έστω και των μυθικών χεριών των Ογκιρανών λιθοξόων. Μερικά θύμιζαν πουλιά εν πτήσει, ή πελώρια όστρακα από αλαργινές θάλασσες. Πανύψηλοι πύργοι, που είτε φούσκωναν στην κορυφή, είτε είχαν αυλακώσεις ή σπείρες στο πλάι, ενώνονταν μεταξύ τους με γέφυρες, που κρέμονταν δεκάδες μέτρα ψηλά στον αέρα, συχνά δίχως κάγκελα. Μόνο όσοι είχαν περάσει καιρό στην Ταρ Βάλον κατόρθωναν να μη σταθούν χάσκοντας, σαν χωρικοί που είχαν φύγει για πρώτη φορά από το αγρόκτημά τους.

Ο λαμπρότερος όλων των πύργων, ο Λευκός Πύργος, δέσποζε στην πόλη, γυαλίζοντας σαν στιλβωμένο κόκαλο στον ήλιο. Ο Τροχός τον Χρόνου έχει στο κέντρο τον την Ταρ Βάλον, έτσι έλεγε ο κόσμος στην πόλη, και η Ταρ Βάλον έχει στο κέντρο της τον Πύργο. Η πρώτη εικόνα της Ταρ Βάλον που έβλεπαν οι ταξιδιώτες, πριν τους φέρουν τα άλογά τους αντίκρυ στις γέφυρες, πριν ζυγώσουν το νησί οι καπετάνιοι των ποταμόπλοιών τους, ήταν ο Πύργος, που καθρέφτιζε τον ήλιο σαν φάρος. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν που η μεγάλη πλατεία, η οποία κύκλωνε την περιτειχισμένη περιοχή του Πύργου, κάτω από το βλέμμα του τεράστιου Πύργου φάνταζε μικρότερη απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα και οι άνθρωποι θαρρείς γίνονταν έντομα. Εντούτοις, ακόμα κι αν ο Λευκός Πύργος ήταν ο μικρότερος της Ταρ Βάλον, το γεγονός ότι ήταν η καρδιά της εξουσίας των Άες Σεντάι θα προκαλούσε και πάλι δέος στη νησούπολη.

Παρά τον αριθμό του, το πλήθος απείχε πολύ από το να γεμίσει την πλατεία. Στις άκρες της οι άνθρωποι διαγκωνίζονταν μέσα στην κοσμοσυρροή καθώς τραβούσαν στις δουλειές τους, αλλά κοντύτερα στην περιοχή του Πύργου ο κόσμος αραίωνε, ώσπου στο τέλος τους ψηλούς, λευκούς τοίχους έζωνε μια λωρίδα από γυμνές πλάκες, η οποία είχε πλάτος τουλάχιστον πενήντα βήματα. Τις Άες Σεντάι τις σέβονταν και με το παραπάνω στην Ταρ Βάλον, φυσικά, και η Έδρα της Άμερλιν κυβερνούσε την πόλη, όπως κυβερνούσε και τις Άες Σεντάι, όμως ελάχιστοι ήθελαν να πλησιάσουν δίχως λόγο την εξουσία των Άες Σεντάι. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να έχει κάποιος ένα επιβλητικό τζάκι στο σαλόνι του και στο να μπει στις φλόγες.

Κάποιοι λιγοστοί ζύγωναν εκεί, στα πλατιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Πύργο και στις λεπτοσκαλισμένες πόρτες, που ήταν αρκετά φαρδιές ώστε χωρούν δώδεκα άνθρωποι να περάσουν πλάι-πλάι. Οι πόρτες εκείνες έστεκαν ανοιχτές, καλωσόριζαν τον επισκέπτη. Πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ανάγκη να ζητήσουν αρωγή ή μια απάντηση, τις οποίες νόμιζαν ότι μόνο οι Άες Σεντάι μπορούσαν να τους προσφέρουν, κι αυτοί έρχονταν τόσο από κοντινά όσο κι από μακρινά μέρη, από το Άραφελ και την Γκεάλνταν, από τη Σαλδαία και το Ίλιαν. Πολλοί θα έβρισκαν βοήθεια ή καθοδήγηση εντός, συχνά όμως όχι με τη μορφή που περίμεναν ή έλπιζαν.

Η Μιν είχε συνεχώς σηκωμένη τη φαρδιά κουκούλα του μανδύα της, έτσι που το πρόσωπό της να χάνεται μέσα. Παρά τη ζέστη της ημέρας, το ένδυμα αυτό ήταν αρκετά ψιλό ώστε να μην προκαλεί σχόλια, ειδικά για μια γυναίκα που ήταν τόσο ολοφάνερα συνεσταλμένη. Και πολλοί ήταν συνεσταλμένοι πηγαίνοντας στον Πύργο. Τίποτα πάνω της δεν τραβούσε την προσοχή. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν μακρύτερα από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στον Πύργο, αν και δεν χύνονταν ως τους ώμους της. Το φόρεμά της, όλο γαλάζιο, εκτός από τις στενές λωρίδες από λευκή, Τζαρεκυζιώτικη δαντέλα στο λαιμό και τους καρπούς, θα άρμοζε στην κόρη κάποιου εύπορου αγρότη που είχε φορέσει τα γιορτινά της για τον Πύργο, σαν όλες τις γυναίκες που σίμωναν τα πλατιά σκαλιά. Η Μιν μέσα της ευχόταν να ήταν η όψη της τουλάχιστον ίδια με των άλλων. Ανάγκασε τον εαυτό της να μην τις κοιτάξει, για να δει αν περπατούσαν ή φέρονταν αλλιώτικα. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκε.