Выбрать главу

Η Σούροθ κοιτούσε τους έξι Φρουρούς της Θανατοφυλακής στις δύο άκρες της κιονοστοιχίας, που ήταν παγωμένοι σαν αγάλματα, με δόρατα στολισμένα με μαύρα κρόσσια και ασπίδες βαμμένες μαύρες. Συμβόλιζαν το θρίαμβό της και τον κίνδυνο. Η Θανατοφυλακή υπηρετούσε μόνο την Αυτοκράτειρα και τους επιλεγμένους αντιπροσώπους της, και θα σκότωναν ή θα πέθαιναν με ίδιο ζήλο, αναλόγως με το τι χρειαζόταν. Υπήρχε ένα ρητό: «Στα ψηλώματα, τα μονοπάτια είναι στρωμένα με λεπίδες».

Τα νύχια της δημιουργούσαν ξερούς ήχους στο πέτρινο πεζούλι. Η αιχμή του ξυραφιού στην οποία περπατούσε ήταν πολύ λεπτή.

Πίσω από τον κυματοθραύστη, ο εσωτερικός λιμένας ήταν γεμάτος από πλοία των Άθα'αν Μιέρε, των Θαλασσινών, όπου ακόμα και το μεγαλύτερο φάνταζε υπερβολικά στενό για το μήκος του. Τα κομμένα ξάρτια έκαναν τις κεραίες και τις ράντες να γέρνουν υπερβολικά. Τα καταστρώματά τους ήταν έρημα και τα πληρώματά τους βρίσκονταν στη στεριά υπό φρούρηση, όπως κι όλοι όσοι σε αυτά τα νησιά ήξεραν να κουμαντάρουν πλοίο. Στον εξωτερικό λιμένα υπήρχαν δεκάδες πλοία των Σωντσάν, μεγάλα και με χοντροκομμένες πλώρες, αγκυροβολημένα στην είσοδο του λιμανιού. Ένα πλοίο, με τα ριγέ πανιά του φουσκωμένα στον άνεμο, συνόδευε ένα κοπάδι μικρές ψαρόβαρκες πίσω στο λιμάνι του νησιού. Αν τα μικρά σκάφη σκορπίζονταν, ίσως κάποια να κατόρθωναν να ξεφύγουν, όμως το πλοίο των Σωντσάν είχε πάνω του νταμέην, και η επίδειξη των δυνάμεων μιας νταμέην είχε αρκέσει για να δώσει τέλος σε ανάλογες σκέψεις. Το καρβουνιασμένο, τσακισμένο σκαρί του πλοίου των Θαλασσινών βρισκόταν ακόμα σε ένα λασπερό ύφαλο κοντά στην είσοδο του λιμανιού.

Η Σούροθ δεν ήξερε πόσο καιρό ακόμα θα κατόρθωνε να κρύβει από τους υπόλοιπους Θαλασσινούς —και τους καταραμένους στεριανούς― ότι είχε στην κατοχή της αυτά τα νησιά. Θα μας φτάσει ο χρόνος, όσος κι αν είναι, σκέφτηκε. Πρέπει να μας φτάσει.

Είχε κάνει σχεδόν ένα θαύμα, καταφέρνοντας να ανασυντάξει τις περισσότερες δυνάμεις των Σωντσάν, μετά την καταστροφή στην οποία τους είχε οδηγήσει ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ. Όλα τα σκάφη που είχαν ξεφύγει από το Φάλμε, εκτός από κάποια λιγοστά, τώρα βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της και κανένας δεν αμφισβητούσε το δικαίωμά της να κυβερνά το Χαϊλέν, τους Πρόδρομους. Αν το θαύμα συνεχιζόταν, κανένας στα ενδότερα δεν θα υποψιαζόταν ότι οι Σωντσάν βρίσκονταν εδώ, περιμένοντας να ξαναπάρουν τις χώρες που τους είχε στείλει η Αυτοκράτειρα να διεκδικήσουν εκ νέου, περιμένοντας να κάνουν πράξη το Κορίν, το Γυρισμό. Ήδη οι πράκτορές της ανίχνευαν το δρόμο. Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψει στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών και να απολογηθεί στην Αυτοκράτειρα για μια ήττα που δεν ήταν καν δική της.

Η σκέψη της απολογίας στην Αυτοκράτειρα την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. Μια τέτοια απολογία ήταν πάντα ταπεινωτική και συνήθως οδυνηρή, αλλά αυτό που την έκανε να ανατριχιάσει ήταν η πιθανότητα ότι στο τέλος θα της αρνιόταν το θάνατο, ότι θα την ανάγκαζε να συνεχίσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ενώ όλοι, τόσο οι απλοί θνητοί όσο και οι του Αίματος, θα ήξεραν την ατίμωση της. Ένας υπηρέτης, ένας όμορφος νεαρός, εμφανίστηκε πλάι της, κρατώντας μια ανοιχτοπράσινη ρόμπα, που είχε κεντημένα πάνω της πτηνά-της-ευφροσύνης με πολύχρωμο φτέρωμα. Αυτή άπλωσε τα χέρια για να τη φορέσει και δεν του έδωσε περισσότερη σημασία απ' όση θα έδινε σε ένα σβώλο χώμα πλάι στο βελούδινο πέδιλό της.

Για να γλιτώσει απ’ αυτή την απολογία, θα έπρεπε να ανακαταλάβει αυτά που είχαν χαθεί πριν από χίλια χρόνια. Και για να το κάνει αυτό, έπρεπε να τα βάλει με τον άνθρωπο που, όπως της έλεγαν οι πράκτορές της από την ενδοχώρα, υποστήριζε ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αν δεν μπορώ να βρω τρόπο να τον αντιμετωπίσω, η δυσαρέσκεια της Αυτοκράτειρας θα είναι το λιγότερο.

Γύρισε με μια ήρεμη κίνηση και μπήκε στο μακρύ δωμάτιο που έβλεπε στο λόφο, ο εξωτερικός τοίχος του οποίου ήταν γεμάτος πόρτες και ψηλά παράθυρα για να πιάνει τις αύρες. Το ανοιχτόχρωμο ξύλο των τοίχων, που ήταν λείο και άστραφτε σαν σατέν, της ήταν ευχάριστο, αλλά είχε αφαιρέσει τα έπιπλα του παλιού ιδιοκτήτη, του Άθα'αν Μιέρε, που ήταν ο προηγούμενος κυβερνήτης του Καντόριν, και τα είχε αντικαταστήσει με μερικά ψηλά διαχωριστικά, που στα περισσότερα υπήρχαν ζωγραφισμένα πουλιά ή λουλούδια. Δύο απ' αυτά διέφεραν. Το ένα έδειχνε μια πιτσιλωτή γάτα από το Σεν Τ’τζόρε, μεγάλη σαν πόνυ, και το άλλο ένα μαύρο, βουνίσιο αετό, με το λοφίο ορθωμένο σαν χλωμό στέμμα και τα ασπρισμένα στις άκρες φτερά απλωμένα, με άνοιγμα πάνω από δύο μέτρα. Τέτοια διαχωριστικά θεωρούνταν ευτελούς γούστου, αλλά της Σούροθ της άρεσαν τα ζώα. Μην μπορώντας να φέρει μαζί το θηριοτροφείο της από την άλλη άκρη του ωκεανού Άρυθ, είχε βάλει να κάνουν τα διαχωριστικά για να απεικονίζουν τα δύο αγαπημένα της. Ποτέ της δεν δεχόταν ήρεμα οποιοδήποτε εμπόδιο.