Выбрать главу

Τρεις γυναίκες την ανέμεναν όπως τις είχε αφήσει, οι δύο γονατισμένες, η μία ξαπλωμένη πρηνής στο γυμνό, γυαλισμένο πάτωμα, που είχε ένθετα ποικίλματα από σκούρο και ανοιχτόχρωμο ξύλο. Οι γονατισμένες γυναίκες φορούσαν τα μπλε φορέματα των σουλ'ντάμ, με κόκκινα μπαλώματα στο στήθος και χαμηλά, στο πλάι των ποδιών, στα οποία υπήρχαν κεντημένοι διχαλωτοί, ασημένιοι κεραυνοί. Μια από τις γονατισμένες γυναίκες, η Άλχουιν, μια στενοπρόσωπη γαλανομάτα με ένα μονίμως άγριο βλέμμα, είχε ξυρισμένη την αριστερή πλευρά του κρανίου της. Τα υπόλοιπα μαλλιά έπεφταν ως τον ώμο της, πλεγμένα σε μια ανοιχτή καστανή κοτσίδα.

Όταν η Σούροθ είδε την Άλχουιν, το στόμα της για μια στιγμή σφίχτηκε. Καμία σουλ'ντάμ δεν είχε φτάσει ποτέ να γίνει σο'τζίν, που ήταν οι κληρονομικά ανώτεροι υπηρέτες του Αίματος, πόσο μάλλον Φωνή του Αίματος.

Μολοντούτο, η προσοχή της Σούροθ επικεντρώθηκε στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, φορώντας απλά, γκρίζα ρούχα. Ένα πλατύ κολάρο από επαργυρωμένο μέταλλο περικύκλωνε το λαιμό της γυναίκας και ένα αστραφτερό λουρί το συνέδεε με ένα βραχιόλι, που ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο· το βραχιόλι το φορούσε στον καρπό η δεύτερη σουλ'ντάμ, η Τάισα. Μέσω του λουριού και του περιλαίμιου, του α'ντάμ, η Τάισα μπορούσε να ελέγχει τη γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα, η οποία έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν μια νταμέην, μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει, άρα ήταν επικίνδυνη και απαγορευόταν να κυκλοφορεί ελεύθερα. Οι Σωντσάν είχαν ακόμα βαθιά χαραγμένες αναμνήσεις από τις Στρατιές της Νύχτας, χίλια χρόνια μετά τον όλεθρλό τους.

Τα μάτια της Σούροθ πετάρισαν ανήσυχα προς τις δύο σουλ'ντάμ. Δεν εμπιστευόταν πια καμία σουλ'ντάμ, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις εμπιστεύεται. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να ελέγξει τις νταμέην και δίχως τις νταμέην... Η ιδέα αυτή ήταν αδιανόητη. Η δύναμη των Σωντσάν, η ίδια η δύναμη του Κρυστάλλινου Θρόνου, θεμελιωνόταν στις ελεγχόμενες νταμέην. Υπήρχαν πάρα πολλά στα οποία η Σούροθ δεν είχε καμία επιλογή που να είναι της αρεσκείας της, όπως ήταν η Άλχουιν, που την κοίταζε σαν να ήταν σο'τζίν όλη της τη ζωή. Όχι. Σαν να ήταν του Αίματος και να γονάτιζε επειδή το είχε επιλέξει.

«Πάρα». Η νταμέην είχε άλλο όνομα όταν ήταν μια από τις μισητές Άες Σεντάι, πριν πέσει στα χέρια των Σωντσάν, αλλά η Σούροθ ούτε ήξερε ποιο ήταν αυτό, ούτε την ενδιέφερε. Η γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα σφίχτηκε, αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι· η εκπαίδευσή της ήταν ιδιαίτερα σκληρή. «Θα σε ξαναρωτήσω, Πάρα. Ο Λευκός Πύργος πώς ελέγχει τον άνθρωπο που αυτοαποκαλείται Αναγεννημένος Δράκοντας;»

Η νταμέην κούνησε απειροελάχιστα το κεφάλι, όσο για να ρίξει μια φοβισμένη ματιά στην Τάισα. Αν η απάντηση της δυσαρεστούσε τη Σούροθ, τότε η σουλ'ντάμ θα την έκανε να νιώσει πόνο, δίχως να σηκώσει ούτε το δάχτυλό της, μέσω του α'ντάμ. «Ο Πύργος δεν θα προσπαθούσε να ελέγξει έναν ψεύτικο Δράκοντα, Υψηλή Αρχόντισσα», είπε ξέπνοα η Πάρα. «Θα τον συλλάμβαναν και θα τον ειρήνευαν».

Η Τάισα κοίταξε την Υψηλή Αρχόντισσα ερωτηματικά, αγανακτισμένα. Η απάντηση είχε παραβλέψει την ερώτηση της Σούροθ και ίσως να υπαινισσόταν ότι κάποιος του Αίματος είχε πει κάτι που δεν ήταν αληθινό. Η Σούροθ κούνησε σχεδόν ανεπαίσθητα το κεφάλι, μια απειροελάχιστη, πλάγια κίνηση —δεν είχε διάθεση να περιμένει την νταμέην να συνέλθει από την τιμωρία― και η Τάισα έγειρε το κεφάλι συγκατανεύοντας.

«Αλλη μια φορά, Πάρα, τι ξέρεις για τις Άες Σεντάι...» Το στόμα της Σούροθ στράβωσε, σαν να είχε βεβηλωθεί προφέροντας αυτό το όνομα· η Άλχουιν άφησε ένα γρύλισμα αηδίας. «Τις Άες Σεντάι που συνδράμουν αυτό τον άντρα; Σε προειδοποιώ. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με γυναίκες του Πύργου, γυναίκες που διαβίβαζαν τη Δύναμη, στο Φάλμε, επομένως μην προσπαθείς να το αρνηθείς».

«Η Πάρα... η Πάρα δεν γνωρίζει, Υψηλή Αρχόντισσα». Η φωνή της νταμέην έδειχνε αγωνία και αβεβαιότητα· έριξε άλλη μια κλεφτή, γουρλωμένη ματιά στην Τάισα. Ήταν φανερό ότι ήθελε απελπισμένα να την πιστέψουν. «Ίσως... Ίσως η Αμερλιν, ή η Αίθουσα του Πύργου... Όχι, δεν θα έκαναν τέτοιο πράγμα. Η Πάρα δεν γνωρίζει, Υψηλή Αρχόντισσα».